Ο Αρθούρος Σοπενχάουερ και ο Παναγιώτης Κονδύλης, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στην κατηγορία των σημαντικότερων θυμάτων του δυτικού ακαδημαϊκού θεσμού. Αν και το μεγαλείο της σκέψης τους έχει πλέον αναγνωριστεί, το πανεπιστήμιο της εποχής τους δεν τους θεώρησε κατάλληλους ώστε να τους αποδεχθεί στις ανώτερες βαθμίδες της ακαδημαϊκής ζωής.
γράφει ο Σωτήρης Αμάραντος, διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας
Ο Σοπενχάουερ ουσιαστικά οδηγήθηκε στην απομάκρυνση από τη πανεπιστημιακή διδασκαλία, κατόπιν της απαξιωτικής συμπεριφοράς που εισέπραξε από το σύνολο των φοιτητών και των καθηγητών του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, γεγονός που σχετίζεται ίσως και με την τόλμη του να αμφισβητήσει τη φιλοσοφική αυθεντία του κυρίαρχου τότε Χέγκελ.
Ο Κονδύλης από την άλλη, αν και έθεσε εαυτόν υπό την κρίση του ελληνικού ακαδημαϊκού κατεστημένου στο μεγαλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα της χώρας, δεν κατόρθωσε να εκλεγεί. Σίγουρα, θα προκαλούσε από ελαφρύ μειδίαμα έως καγχασμό η δημοσίευση του σκεπτικού της κρίσης του εκλεκτορικού σώματος.
Από αυτή τη λίστα παραλίγο να μη ξέφευγε ούτε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο οποίος μετά πολλών βασάνων κατόρθωσε να εκλεγεί διευθυντής σπουδών στην EHESS, σχεδόν μια δεκαετία πριν τη συνταξιοδότησή του.
Οι εμπειρίες αυτές προφανώς άσκησαν σημαντική επίδραση στο έργο των Σοπενχάουερ και Κονδύλη, με αποτέλεσμα να προκρίνουν το στοιχείο της βούλησης για ισχύ ως κεντρική ανθρωπολογική κατηγορία. Ταυτόχρονα, θεώρησαν πως ο μόνος τρόπος για την εξασφάλιση μιας αξιολογικά ουδέτερης/ελεύθερης θεωρητικής τοποθέτησης, προκύπτει μέσα από την παραίτηση από τη βούληση για ισχύ που υπηρετεί την αυτοσυντήρηση.
Με ψυχαναλυτικούς όρους θα μπορούσε αυτή η παραίτηση από τη βούληση για ισχύ, σε ένα περιβάλλον που αποστερεί το υποκείμενο από την ισότιμη διεκδίκησή της, να εξασφαλίζει την αναγκαία ψυχική θωράκιση έναντι της οδύνης και της αδικίας που πηγάζει από το πραγματικό. Υπό την έννοια αυτή, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η προσέγγιση του Παναγιώτη Κονδύλη, (η οποία προεκτείνει σε σημαντικό βαθμό τη γνωσιοθεωρητική στάση του Σοπενχάουερ) σε σχέση με την λειτουργία της ίδια της επιστήμης και συνεπώς των θεσμών που την υπηρετούν, όπως το πανεπιστήμιο, ως πεδία πραγμάτωσης των αξιώσεων ισχύος των διαφόρων ατομικών και συλλογικών υποκειμένων.
Στη χώρα μας, η οποία επιβαρύνεται από την τραυματική κληρονομιά της Βαυαροκρατίας και της φαυλότητας της Μεταπολίτευσης, το πανεπιστημιακό περιβάλλον οδηγείται στη συρρίκνωση και στην αυτοϋπονόμευση. Τα πάγια χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού συστήματος αναπαράγονται με συστηματικό τρόπο εντός του πανεπιστημιακού θεσμού.
Η γενική εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Πρόκειται για τον εγκιβωτισμό των εμπλεκόμενων σε πολυδαίδαλες σχέσεις εξάρτησης, οι οποίες εκκινούν από τη θέση του συμβασιούχου διδάσκοντα και επεκτείνονται ως τις ανώτερες ακαδημαϊκές και διοικητικές βαθμίδες. Οι συναλλαγές είναι συνεχείς. Απαντώνται από την κλίμακα της ειρηνικής διευθέτησης των αμοιβαίων συμφερόντων έως την κλίμακα της άσκησης ωμών εκβιασμών, σε περίπτωση που τα συμφέροντα δεν συμπίπτουν, ωθώντας με τον τρόπο αυτό τους εμπλεκόμενους να επιλέξουν είτε τον δρόμο της κυριαρχίας είτε αυτόν του αποκλεισμού και της ψυχικής εκμηδένισης.
Μέγιστο σκάνδαλο αποτελεί ο τρόπος εκλογής μελών ΔΕΠ. Ο εκάστοτε υποψήφιος βρίσκεται στο έλεος των συσχετισμών ισχύος των ομάδων συμφερόντων που λυμαίνονται τον δημόσιο πανεπιστημιακό θεσμό. Αυτό που τελικώς κρίνεται δεν είναι ο όγκος και η ποιότητα του έργου του υποψηφίου, αλλά ο βαθμός προσχώρησης στην εκάστοτε ομάδα που ελέγχει τη διαδικασία εκλογής.
Υπό την έννοια αυτή, ένας υποψήφιος για να έχει πιθανότητες να διεκδικήσει με αξιώσεις ακαδημαϊκή σταδιοδρομία οφείλει να κατέχει πρώτον, κομματικό κεφάλαιο, δηλαδή να ανέχεται να φέρει στις «επιστημονικές» του πλάτες μια κυρίαρχη κομματική ταυτότητα. Δεύτερον, να είναι κάτοχος ιδεολογικού επιστημονικού κεφαλαίου, ήτοι να ασπάζεται μια από τις κρατούσες ιδεολογικές τοποθετήσεις στο εσωτερικό της επιστήμης του και τέλος να συγκεντρώνει επικοινωνιακό κεφάλαιο, δηλαδή να κάνει χρήση σε διαπροσωπικό επίπεδο των αναγκαίων μέσων και τεχνικών προσέλκυσης σημαντικών ακαδημαϊκών ή πολιτικών παραγόντων, που θα του εξασφαλίσουν την είσοδο και την ανέλιξη στον πανεπιστημιακό θεσμό.
Με τον τρόπο αυτό, η πανεπιστημιακή εργασία, από δραστηριότητα διεύρυνσης της πνευματικής ποιότητας και προσφοράς στην ανθρωπότητα, μετατρέπεται σε ένα αναξιοπρεπές και δίχως ηθικές αναστολές παιχνίδι εξασφάλισης και διεύρυνσης της ισχύος.
Οι προηγούμενες σκέψεις διατυπώνονται έχοντας πλήρη συνείδηση, όχι μόνο της αδυναμίας τους να επηρεάσουν την δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά και της μνησικακίας που δύνανται να προκαλέσουν στις ομάδες συμφερόντων που νιώθουν πως θίγονται από αυτές. Εντούτοις, η προσωπική μου αξιοπρέπεια, καθώς και το χρέος μου έναντι μεγάλου αριθμού νέων επιστημόνων που νιώθουν διωκόμενοι εντός του πανεπιστημιακού μικροκλίματος δεν μου επιτρέπουν την παραμικρή λιποψυχία.