Μια πρώτη μορφή δημοσιεύθηκε στην ΡΗΞΗ φ. 130, 131, 132.
του Σπύρου Κουτρούλη,
Α’
Η Χάνα Άρεντ και το έργο της αποτελεί σημείο αναφοράς αλλά και σε πολλές περιπτώσεις σημείο αντιλεγόμενο. Ανέπτυξε ένα κριτικό λόγο που επεκτάθηκε, σε διαφορετική αναλογία, σε όλα τα πολιτικά ρεύματα, στον καπιταλισμό, στον σταλινισμό, στον φασισμό. Στο τέλος δυσαρέστησε και το Ισραήλ με αφορμή το έργο της για την δίκη του Άιχμαν.
Στην χώρα μας έχουν μεταφραστεί πολλά από τα σημαντικά της δοκίμια όπως,”Περί βίας”, “Για την Επανάσταση”, “Η πολιτική φιλοσοφία του Κάντ” και η “Ανθρώπινη Κατάσταση”. Το τελευταίο αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό από τα έργα της, που μεταφράστηκαν. Διαβάζουμε, σε αυτό, εύστοχες επισημάνσεις για την μοναξιά και το ξερίζωμα του σύγχρονου ανθρώπου που προεικονίζουν πολλές από τις σκέψεις που θα θεμελιώσουν ότι περιγράφει ως το ολοκληρωτικό σύστημα όπως: “στις σύγχρονες περιστάσεις αυτή η αποστέρηση των “αντικειμενικών” σχέσεων με τους άλλους και της πραγματικότητας που αυτοί εγγυούνται έχει καταστεί το μαζικό φαινόμενο της μοναξιάς κι έχει προσλάβει την πιο ακραία και πιο αντιανθρώπινη μορφή της. Ο λόγος της οξύτητας αυτού του φαινομένου είναι ότι η μαζική κοινωνία δεν καταστρέφει μόνο την δημόσια σφαίρα αλλά και την ιδιωτική, δεν στερεί από τους ανθρώπους μόνο την θέση τους μέσα στον κόσμο, αλλά τον ιδιωτικό τους οίκο, όπου κάποτε ένοιωθαν προφυλαγμένοι από τον κόσμο και όπου, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όσοι αποκλείονταν από τον κόσμο μπορούσαν να βρίσκουν ένα υποκατάστατό του στην θαλπωρή της εστίας και στην περιορισμένη πραγματικότητα της οικογενειακής ζωής”[1].
Η ισχύ ερμηνεύεται ως “ότι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας σφαίρας, τον δυνητικό χώρο δημόσιας εμφάνισης μεταξύ ενεργούντων και ομιλούντων ανθρώπων”[2] . Ο ελεύθερος χρόνος είναι υποθηκευμένος καθώς “ο ελεύθερος χρόνος του animal laborans δεν ξοδεύεται πουθενά αλλού εκτός από την κατανάλωση, κι όσος περισσότερος χρόνος του μένει τόσο πιο άπληστες και πιο ακόρεστες γίνονται οι ορέξεις του “[3].
Στο έργο της Χ.Άρεντ, “Το ολοκληρωτικό σύστημα”, παρόμοιες σκέψεις χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν τον ναζισμό και τον σταλινισμό.
Το έργο της Άρεντ, θεωρείται πλέον κλασσικό παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις που μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με την προσπάθεια της να ταυτίσει πλήρως τον ναζισμό, τον φασισμό και τον σταλινισμό και να παρακάμψει τις εμφανείς και ουσιαστικές διαφορές τους. Σε αυτό το σημείο διαφωνούν συντηρητικοί στοχαστές όπως ο Ρ.Αρόν που καταλήγει ότι ” η διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και στον ναζισμό είναι ουσιαστική, ανεξάρτητα από τις ομοιότητες. Η διαφορά είναι ουσιαστική εξαιτίας της ιδέας που εμπνέει το ένα και το άλλο εγχείρημα, στη μια περίπτωση η κατάληξη είναι το στρατόπεδο εργασίας, στην άλλη οι θάλαμοι αερίων “[4].
Ο χαρακτήρας των ολοκληρωτικών κινημάτων ορίζεται ως «μαζικές οργανώσεις ατόμων αλληλοαποξενωμένων και απομονωμένων. Σε σύγκριση με όλα τα άλλα κόμματα και κινήματα, χαρακτηρίζονται ολοφάνερα από την αξίωση μιας απεριόριστης, αναλλοίωτης και χωρίς όρους νομιμοφροσύνης από την πλευρά του ατομικού οπαδού »[5].
Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι το σύνθημα του Χίμμλερ , που επαναλαμβάνει η εγχώρια «Χρυσή Αυγή»: «τιμή μου η πίστη».
Η Άρεντ συμπεραίνει πως ο ολοκληρωτισμός είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ταξικής κοινωνίας και της ανόδου του Ευρωπαίου «μαζανθρώπου»[6] με κύριο χαρακτηριστικό του την «έλλειψη κανονικών κοινωνικών σχέσεων». Συγχρόνως δικαιολογεί την αηδία που μπορεί να αισθάνονται έναντι «μιας κοινωνίας κορεσμένης από την αστική ιδεολογία και ηθική»[7] στοχαστές όπως ο Νίτσε ή ο Μπρέχτ ή ο Μαλρώ.
Σε ένα άλλο σημείο η Άρεντ τονίζει : ” οι ολοκληρωτικοί ηγέτες βασίζονται πάνω στον εξαναγκασμό που μπορούμε να επιβάλλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, για την περιορισμένη κινητοποίηση των ανθρώπων , που έχουν ακόμα ανάγκη. Αυτός ο εσωτερικός εξαναγκασμός είναι η τυραννία της λογικότητας, στην οποία τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί , εκτός απ’ τη μεγάλη ικανότητα του ανθρώπου ν’ αρχίσει κάτι καινούριο. Η τυραννία της λογικότητας αρχίζει με την υποταγή του μυαλού στη λογική, σαν μια αστείρευτη διαδικασία παραγωγής σκέψεων. Μ’ αυτή την υποταγή, παραιτείται απ’ την εσωτερική του ελευθερία, όπως παραιτείται κι απ’ την ελευθερία κίνησης του όταν υποκλίνεται σε μια τυραννία εξωτερική απ’ αυτήν. Η ελευθερία, σαν εσωτερική δυνατότητα του ανθρώπου είναι ταυτόσημη με την ικανότητα για νέο ξεκίνημα, όπως η ελευθερία, σαν πολιτική πραγματικότητα, είναι ταυτόσημη μ’ ένα χώρο που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους για να μπορούν να κινηθούν “[8].
Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο του ολοκληρωτισμού περιγράφονται αδρά: ” ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής εξουσίας δεν είναι, ούτε ο πεπεισμένος ναζί, ούτε πεπεισμένος κομμουνιστής, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας) και μεταξύ αληθινού και ψεύτικού (δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης)”[9] .
Β’
Σημαντική είναι η αμφίδρομη σχέση , που διακρίνει ,ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και το ξερίζωμα του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό, το ανέδειξαν στοχαστές όπως ο Μάρξ, ο Νίτσε, ο Χάϊντεγκερ και η Σ. Βέιλ (στην τελευταία η Χ.Άρεντ αναφέρεται αρκετές φορές στο έργο της Ανθρώπινη Κατάσταση) Όμως η εμφατική και αμφίδρομη σχέση του με τον ολοκληρωτισμό, καταδείχθηκε από την Χ. Άρεντ: “Το ολοκληρωτικό καθεστώς, όπως και όλες οι τυραννίες, δεν θα μπορούσε σίγουρα να υπάρξει αν δεν κατέστρεφε τον δημόσιο τομέα της ζωής, δηλαδή αν δεν κατέστρεφε, με τη μέθοδο της απομόνωσης των ανθρώπων, τις πολιτικές τους ικανότητες. Αλλά η ολοκληρωτική εξουσία είναι μια νέα μορφή καθεστώτος, κι αυτό επειδή δεν περιορίζεται σ’ αυτή την απομόνωση, αλλά καταστρέφει και την ιδιωτική ζωή. Στηρίζεται στην αποξένωση, στην εμπειρία της απόλυτης μη συμμετοχής στον κόσμο, που είναι μια απ’ τις ριζικότερες και απελπιστικές εμπειρίες του ανθρώπου. Η αποξένωση, κοινό έδαφος της τρομοκρατίας, που είναι η ουσία του ολοκληρωτικού καθεστώτος, και της ιδεολογίας ή λογικότητας, που προετοιμάζει τους δήμιους και τα θύματά του, συνδέεται στενά με το ξερίζωμα και την αχρήστευση που έπληξε τις σύγχρονες μάζες μετά την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, κι έγινε ιδιαίτερα έντονη με την άνοδο του ιμπεριαλισμού, στα τέλη του περασμένου αιώνα, και με την παρακμή των πολιτικών θεσμών και των κοινωνικών παραδόσεων που σημειώθηκε στην εποχή μας. Το να είναι κανείς ξεριζωμένος, σημαίνει ότι δεν έχει θέση στον κόσμο, αναγνωρισμένη και εγγυημένη από άλλους. . Το να είναι άχρηστος, σημαίνει ότι δεν ανήκει στον κόσμο. Το ξερίζωμα μπορεί να είναι προϋπόθεση της αχρήστευσης όπως η απομόνωση μπορεί (αλλά δεν είναι πάντα) να είναι προϋπόθεση της αποξένωσης”[10] .
Τελικά η Άρεντ συμπεραίνει ότι ο ξεριζωμός και η αποξένωση προετοιμάζει «τους ανθρώπους στο μη ολοκληρωτικό κόσμο για την ολοκληρωτική εξουσία»[11]. Όπου υπάρχουν ξεριζωμένοι και αποξενωμένοι άνθρωποι, χωρίς σταθερές κοινωνικές σχέσεις, που νοιώθουν ότι δεν έχουν τον δικό τους τόπο, τον δικό τους οίκο, την δική τους πατρίδα εκεί υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την γέννηση και την άνδρωση του ολοκληρωτισμού.
Η Χ.Άρεντ, επέκτεινε την κριτική της από τον ολοκληρωτισμό στην γραφειοκρατία που περιγράφεται ως το θεμελιωδώς καινούργιο καθεστώς με στοιχεία τυραννίας : “σήμερα οφείλουμε να προσθέσουμε την πιο πρόσφατη και ίσως πιο εκπληκτική μορφή τέτοιας κυριαρχίας τη γραφειοκρατία, δηλαδή την εξουσία ενός πολύπλοκου συστήματος γραφείων όπου κανένας άνθρωπος, ούτε ο ένας ούτε οι άριστοι, ούτε οι λίγοι ούτε οι πολλοί, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος, και η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί, στην κυριολεξία, εξουσία του Κανενός.(Αν, σε συμφωνία με την παραδοσιακή πολιτική σκέψη, αναγνωρίσουμε την τυραννίδα ως κυβέρνηση που δεν έχει να λογοδοτήσει για τον εαυτό της, η εξουσία του Κανενός είναι σαφώς τυραννικότερη όλων, εφόσον δεν απομένει κανένας από τον οποίο θα μπορούσε έστω να ζητηθεί ο λόγος για ό,τι γίνεται. Αυτή η κατάσταση, όπου γίνεται αδύνατο να εντοπιστεί η ευθύνη και να αναγνωριστεί ο εχθρός, συνιστά ένα από τα ισχυρότερα αίτια της σημερινής στασιαστικής αναταραχής σ’ όλο τον κόσμο, της χαοτικής της φύσης και της επικίνδυνης τάσης της να ξεφύγει από κάθε έλεγχο και να ξεσπάσει τυφλά).”[12]
Σε αυτό το σημείο υπέδειξε την ανθρωπολογική προϋπόθεση της τυραννίας “το ένστικτο της υποταγής, μια φλογερή επιθυμία να υπακούει και να εξουσιάζεται κανείς από ένα κραταιό άνθρωπο, είναι τουλάχιστον εξίσου ευδιάκριτο στην ανθρώπινη ψυχολογία με τη θέληση για δύναμη, ίσως δε, από πολιτική άποψη, να έχει μεγαλύτερη σημασία. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα θα υποδείξει, σε ένα άλλο έργο της, το κοινό αδιέξοδο καπιταλισμού-σοσιαλισμού: “ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι φάρμακο για τον καπιταλισμό, έτσι και ο καπιταλισμός δεν μπορεί να είναι φάρμακο ή εναλλακτική λύση για τον σοσιαλισμό”[13]. Παρομοίως θα απορρίψει την υπερεθνική εξουσία καθώς σε αυτή την περίπτωση η εξουσία ή θα είναι αναποτελεσματική ή “θα την μονοπωλούσε το έθνος εκείνο που τυχαίνει να είναι το ισχυρότερο, και έτσι θα οδηγούσε σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση, η οποία εύκολα μπορεί να καταστεί η πλέον φρικτή τυραννία που μπορούσε κανείς να συλλάβει, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε διαφυγή από την παγκόσμια αστυνομική της δύναμη-μέχρις ότου τελικά ανατραπεί “[14].
Το πολιτικό δέον της Χ.Άρεντ αποκρυσταλλώνεται συνεπώς ως κριτική όλων υπαρκτών πολιτικών συστημάτων. Κλείνει σε μια μορφή κοινοτισμού, σε μια ομοσπονδία κοινοτήτων και συμβουλίων, την οποία ιστορικά είδε να εμφανίζονται σε πολλές από τις γνωστές επαναστάσεις , “όχι ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής επαναστατικής παράδοσης ή θεωρίας, αλλά εντελώς αυθόρμητα, κάθε φορά σα να μην είχε ποτέ υπάρξει κάτι παρόμοιο”[15], αλλά και να καταστρέφονται εν συνεχεία είτε απευθείας από τα κράτη ή από τους μηχανισμούς του κόμματος[16]. Από αυτή την άποψη δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε, ότι το πολιτικό δέον της Χ.Άρεντ, βρίσκεται πολύ κοντά σε ότι εκπροσωπούν ο Μ.Μπούμπερ και στην ελληνική εκδοχή ο Κ.Καραβίδας και ο Ν.Πανταζόπουλος.
Το τελευταίο κεφάλαιο του έργου της “Για την Επανάσταση”(που είναι αφιερωμένο στο ζεύγος Κ.Γιάσπερ) με τον τίτλο “η επαναστατική παράδοση και ο χαμένος θησαυρός της” μας διαφωτίζουν για τα στοιχεία που περιλαμβάνει το πολιτικό της δέον. Διαπιστώνει ότι σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις υπήρξε ένα ρεύμα κοινοτισμού και λαϊκών συμβουλίων που εξασφάλιζε την άμεση και γνήσια συμμετοχή του λαού, δημιουργώντας ένα νέο χώρο ελευθερίας. Στην Αμερικάνική επανάσταση το ρεύμα αυτό εκπροσωπήθηκε από το όραμα του Τζέφερσον για την δημοκρατία των συνοικιών, τις στοιχειώδεις δημοκρατίες ενώ αντίστοιχη ανάπτυξη του κοινοτισμού εμφανίστηκε στην Γαλλική επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα και στην Ρώσικη επανάσταση το 1905 και το 1917 στο πρώτο στάδιο της επανάστασης , πριν συντριβούν από το κόμμα των μπολσεβίκων. Η Άρεντ επισημαίνει ότι ο Τζέφερσον “στο τέλος της ζωής του συνόψισε αυτό που σαφώς ήταν για εκείνον η ουσία της ιδιωτικής και δημόσιας ηθικής, “Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου και την πατρίδα σου παραπάνω από τον εαυτό σου”, ήξερε ότι το ρήμα αυτό θα παρέμενε κενός εξορκισμός εκτός κι αν η “πατρίδα” μπορούσε να έρθει τόσο κοντά στην “αγάπη” των πολιτών όσο ο πλησίον τους. Διότι, όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρχει πολλή ουσία στην αγάπη του πλησίον αν αυτός κάνει μια σύντομη εμφάνιση κάθε δυο χρόνια, έτσι και δεν μπορεί να υπάρξει πολλή ουσία στην παρότρυνση να αγαπάει κάποιος την πατρίδα του περισσότερο από τον εαυτό του αν η πατρίδα δεν είναι μια ζωντανή παρουσία ανάμεσα στους πολίτες της. Άρα, σύμφωνα με τον Τζέφερσον, η ουσιώδης αρχή της διακυβέρνησης απαιτούσε “την υποδιαίρεση των κομητειών σε συνοικίες”, δηλαδή τη δημιουργία “μικρών Δημοκρατιών” μέσω των οποίων “κάθε άνθρωπος μέσα στην Πολιτεία” θα μπορούσε να γίνει “ενεργό μέλος της κοινής κυβέρνησης, και να πραγματεύεται προσωπικά ένα μεγάλο μέρος των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του, υπήκοος μεν, αλλά σημαντικός και με πλήρη αξιοποίηση των ικανοτήτων του “. Ήταν “αυτές οι μικρές Δημοκρατίες που θα αποτελούσαν την κύρια δύναμη της μεγάλης Δημοκρατίας”∙ γιατί στο βαθμό που η δημοκρατική διακυβέρνηση της Ένωσης βασιζόταν στην παραδοχή ότι η έδρα της εξουσίας βρισκόταν στο λαό, η ίδια η προϋπόθεση της σωστής λειτουργίας της ήταν ένα σχέδιο για “να διαιρεθεί (η κυβέρνηση) ανάμεσα στους πολλούς, να κατανεμηθούν στον καθένα εκείνα ακριβώς τα καθήκοντα για τα οποία είναι ικανός”. Δίχως αυτό, η ίδια η αρχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματωθεί και η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα ήταν δημοκρατική μόνο κατ’ όνομα”[17].
Γ’
Η Άρεντ συμμερίζεται, όπως ο Κ.Παπαϊωάννου, την προφητική σκέψη της Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι η κατάληξη του συγκεντρωτικού και του μονοκομματικού κράτους, καθώς και η μεταφορά του πνεύματος πειθαρχίας του καπιταλιστικού εργοστασίου σε ολόκληρη την κοινωνία, θα ήταν τελικά η δικτατορία ενός στενού κομματικού πυρήνα πάνω σε όλη την κοινωνία. Μάλιστα η ύπαρξη του ολοκληρωτισμού προϋπόθεσε την συντριβή των σοβιέτ, του συνεργατισμού και κοινοτήτων, που υπήρξαν από τις διαχρονικές αναφορές της ρώσικης κοινωνίας . Αντίθετα θεωρεί ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές όπως ο Προυντόν και ο Μπακούνιν είχαν κατανοήσει καλύτερα την σημασία των κοινοτήτων.
Συνοψίζοντας ανιχνεύει την ύπαρξη κοινοτήτων στους μεσαιωνικούς δήμους, στα ελβετικά καντόνια, στα συμβούλια της Γαλλικής Επανάστασης, στην Παρισινή Κομμούνα, στην επανάσταση στη Ρωσία το 1905και το 1917, στη Βαυαρική δημοκρατία το 1919,στην Ουγγρική επανάσταση το 1956. Ένα από τα χαρακτηριστικά τους ήταν ότι η “κομματική ένταξη δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ήταν στην πραγματικότητα τα μόνα πολιτικά όργανα για ανθρώπους που δεν ανήκαν σε κανένα κόμμα”[18]
Από τα αντιπροσωπευτικά συστήματα το μόνο βιώσιμο αποδείχθηκε ότι ήταν το δικομματικό αλλά “το καλύτερο που έχει καταφέρει είναι ένας κάποιος έλεγχος των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους και ότι κατά κανένα τρόπο δεν έδωσε τη δυνατότητα στον πολίτη να γίνει “συμμέτοχος” στις δημόσιες υποθέσεις…Στο σύστημα αυτό οι γνώμες των ανθρώπων είναι πράγματι αδιευκρίνιστες για τον απλό λόγο ότι είναι ανύπαρκτες”[19]. Θεωρεί ως το μοιραίο λάθος των συμβουλίων ότι “δεν διέκριναν καθαρά τη συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις από τη διοίκηση ή διαχείριση των πραγμάτων προς το δημόσιο συμφέρον. Με τη μορφή των εργατικών συμβουλίων, προσπάθησαν επανειλημμένα να αναλάβουν τη διαχείριση των εργοστασίων, και όλες αυτές οι προσπάθειες κατέληξαν σε θλιβερή αποτυχία”[20]. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα έχει εξελιχθεί σε μια διαδικασία όπου ο ψηφοφόρος καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε επιλογές που έχουν διαμορφωθεί ερήμην του. Ακόμη χειρότερα στην πολιτική εισάγονται οι μέθοδοι της Μάντισον Άβενιου “μέσω των οποίων η σχέση ανάμεσα στον εκπρόσωπο και τον εκλογέα μετατρέπεται σε σχέση αγοραστή και πωλητή”[21]. Επιπλέον η “πολιτική έχει γίνει επάγγελμα και καριέρα και πως “ελίτ”, επομένως, επιλέγεται ανάλογα με πρότυπα και κριτήρια που είναι τα ίδια βαθύτατα απολιτικά”[22].
Η διέξοδος στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ένα σύστημα κοινοτικής δημοκρατίας που περιγράφεται αδρά, με σκοπό να αντιμετωπίσει όχι μόνο το δίλημμα ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα αλλά και ανάμεσα στην ισότητα και την αυθεντία: “από αυτές τις “στοιχειώδεις δημοκρατίες”, τα μέλη των συμβουλίων επέλεγαν τους εκπροσώπους τους για το επόμενο ανώτερο συμβούλιο, και οι εκπρόσωποι αυτοί, πάλι, επιλέγονταν από τους ομότιμους τους, δεν υποβάλλονταν σε καμιά πίεση από τα πάνω ή τα κάτω. Το αξίωμα τους δεν στηριζόταν παρά στην εμπιστοσύνη των ισοτίμων τους, και αυτή η ισότητα δεν ήταν φυσική αλλά πολιτική, δεν ήταν κάτι με το οποίο είχαν γεννηθεί. Ήταν η ισότητα εκείνη που είχαν δεσμευτεί και που τώρα είχαν εμπλακεί σε ένα κοινό εγχείρημα. Από τη στιγμή που τον εξέλεγαν και τον έστελναν σε ένα ανώτερο συμβούλιο, ο εκπρόσωπος βρισκόταν και πάλι ανάμεσα σε ισότιμους του, γιατί οι εκπρόσωποι οποιουδήποτε δεδομένου επιπέδου σ’ αυτό το σύστημα ήταν εκείνοι που είχαν περιβληθεί με μια ειδική εμπιστοσύνη. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το είδος κυβέρνησης, αν αναπτυσσόταν πλήρως, θα έπαιρνε και πάλι το σχήμα πυραμίδας, η οποία βέβαια είναι το σχήμα μιας ουσιαστικά αυταρχικής κυβέρνησης. Ενώ, όμως, σε κάθε αυταρχική κυβέρνηση που γνωρίζουμε, η αυθεντία φιλτράρεται από τα πάνω προς τα κάτω, σ’ αυτή την περίπτωση η αυθεντία δεν θα γεννιόταν ούτε στην κορυφή ούτε στη βάση, αλλά στο καθένα από τα στρώματα της πυραμίδας. Και αυτό προφανώς θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση ενός από τα πιο σοβαρά προβλήματα της πολιτικής των νέων χρόνων, το οποίο δεν είναι πως θα συμφιλιώσεις την ελευθερία με την ισότητα αλλά πως να συμφιλιώσεις την ισότητα με την αυθεντία”[23].
Η εμπειρία του ξεριζωμού ήταν καθοριστική και ήταν αυτή που οδήγησε, την Χ.Άρεντ, στο συμπέρασμα πως η εθνική χειραφέτηση και όχι η Διακήρυξη των δικαιωμάτων μπορεί να διαμορφώσει ένα πλέγμα προστασίας για αυτούς που το έχουν ανάγκη. Πρόκειται για μια διαπίστωση που επανέλαβε ο Π.Κονδύλης όταν ισχυριζόταν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν αντίκρισμα για όσους δεν είναι πολίτες μιας χώρας. Για την Χ.Άρεντ “το όλο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναμείχθηκε γρήγορα και αξεδιάλυτα με το ζήτημα της εθνικής χειραφέτησης∙ μόνον η χειραφετημένη κυριαρχία του λαού, του δικού μας λαού, φαινόταν ικανή να τα εξασφαλίσει. Αφού το ανθρώπινο είδος, από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, συλλαμβανόταν με την εικόνα μιας οικογένειας εθνών, έγινε σταδιακά πρόδηλο ότι εικόνα του ανθρώπου ήταν ο λαός, και όχι το άτομο”[24]. Διαφορετικά «η έκφραση τα «ανθρώπινα δικαιώματα» έγινε για όλους τους ενδιαφερόμενους –θύματα, διώκτες και παρατηρητές- η ένδειξη απέλπιδος ιδεαλισμού ή αδέξιας μικρονοϊκής υποκρισίας»[25].
Δίχως εθνική κυριαρχία δεν θα υπήρχαν οι προϋποθέσεις σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γεγονός που τα κατανόησαν πρώτα αυτοί που κύρια τα χρειάζονταν: ” στο κάτω-κάτω, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχαν οριστεί ως “αναπαλλοτρίωτα”, επειδή υποτίθεται πως ήταν ανεξάρτητα από όλες τις κυβερνήσεις∙ αλλά φάνηκε ότι τη στιγμή που τα ανθρώπινα όντα δεν είχαν δική τους κυβέρνηση και έπρεπε να στραφούν πίσω στα ελάχιστα δικαιώματά τους, δεν απέμενε καμία εξουσία για να τα προστατεύσει και κανένας θεσμός δεν ήταν πρόθυμος να τα εγγυηθεί… Οι απάτριδες ήταν εξ ίσου πεπεισμένοι όπως οι μειονότητες ότι απώλεια των εθνικών δικαιωμάτων ταυτιζόταν με απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ότι η πρώτη αναπόφευκτα συνεπαγόταν τη δεύτερη. Όσο περισσότερο αποκλείονταν από δικαίωμα με οποιαδήποτε μορφή, τόσο περισσότερο έτειναν να προσδοκούν μια επανένταξη σε μια εθνική, στη δική τους εθνική κοινότητα. Οι Ρώσοι πρόσφυγες ήταν μόνον οι πρώτοι που επέμειναν στην εθνικότητά τους και υπερασπίστηκαν άγρια τον εαυτό τους από απόπειρες να τους στοιβάξουν μαζί με τους άλλους απάτριδες. Μετά απ’ αυτούς, ούτε μια ομάδα προσφύγων ή εκτοπισθέντων δεν απέτυχε ν’ αναπτύξει μια έντονη, άγρια συνείδηση ομάδας και ν’ απαιτεί δικαιώματα ως -και μόνον ως- Πολωνοί ή Εβραίοι ή Γερμανοί κλπ. Ακόμη χειρότερο ήταν ότι όλες οι εταιρείες που σχηματίστηκαν για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όλες οι απόπειρες να φτάσουμε σε μια νέα έκθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας από περιθωριακές μορφές – λίγους διεθνείς νομικούς χωρίς πολιτική πείρα ή επαγγελματίες φιλανθρώπους που τους στήριζαν τα αβέβαια συναισθήματα επαγγελματιών ιδεαλιστών”[26].
Τα δικαιώματα του ανθρώπου είχαν εγγενείς δυσκολίες στην εφαρμογή τους, ώστε τελικά έδιναν την εικόνα μιας ιδεολογίας που ο καθένας προσπαθούσε να την ερμηνεύσει με τον πιο συμφέρον για αυτόν τρόπο: “τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, υποτίθεται αναπαλλοτρίωτα, αποδείχθηκε πως ήταν αδύνατον να επιβληθούν -ακόμη και σε χώρες που τα συντάγματά τους βασίζονταν σ’ αυτά- οπότε εμφανίζονταν άνθρωποι που δεν ήταν πια πολίτες κανενός κυρίαρχου κράτους. Σ’ αυτό το γεγονός, αρκετά ανησυχητικό από μόνο του, θα πρέπει να προσθέσουμε τη σύγχυση που δημιουργούσαν οι πολλές πρόσφατες απόπειρες να συντεθεί μια νέα έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που απέδειξαν ότι κανένας δεν φαίνεται ικανός να ορίσει με οποιαδήποτε σιγουριά τι πραγματικά είναι αυτά τα γενικά ανθρώπινα δικαιώματα, σε διάκριση προς τα δικαιώματα των πολιτών. Αν και όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι η κακή κατάσταση αυτών των ανθρώπων συνίσταται ακριβώς στο ότι έχασαν τα Ανθρώπινα Δικαιώματα τους, κανένας δεν φαίνεται να ξέρει ποια δικαιώματα έχασαν όταν έχασαν αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα”[27].
Τελικά η Χ.Άρεντ θα συμμεριστεί τις απόψεις ενός βασικού κριτή της Γαλλικής Επανάστασης και της ιδεολογίας της, του Ε.Μπέρκ: ” αυτά τα γεγονότα και σκέψεις προσφέρουν κάτι που φαίνεται μια ειρωνική, πικρή και καθυστερημένη επιβεβαίωση των περίφημων επιχειρημάτων με τα οποία ο Ε. Μπέκ εναντιώθηκε στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη Γαλλική Επανάσταση. Φαίνεται να ενισχύουν τη διαβεβαίωση του ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν μία “αφαίρεση”, ότι ήταν πολύ πιο σοφό να βασιζόμαστε σε μια “κληροδοτημένη κληρονομιά” δικαιωμάτων που ο άνθρωπος μεταβιβάζει στα παιδιά του όπως την ίδια τη ζωή, και να υποστηρίζουμε ότι τα δικαιώματά μας είναι μάλλον τα “δικαιώματα του Άγγλου” παρά τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Μπέρκ, τα δικαιώματα που απολαμβάνουμε “απορρέουν από το εσωτερικό του έθνους”, έτσι ώστε δεν χρειάζονται ως πηγή του νόμου ούτε φυσικός νόμος ούτε θεϊκή εντολή, ούτε οποιαδήποτε έννοια του ανθρώπινου είδους όπως “η φυλή των ανθρώπων” του Ροβεσπιέρου, “ο κυρίαρχος της γης”. Η πραγματιστική ευλογοφάνεια της άποψης του Μπέρκ φαίνεται πως είναι υπεράνω αμφιβολίας στο φως των πολυσχιδών εμπειριών μας. Η απώλεια των εθνικών δικαιωμάτων δεν φέρνει μόνο σε όλες τις περιπτώσεις την απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων∙ η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αποδεικνύει το πρόσφατο παράδειγμα του κράτους του Ισραήλ, έχει επιτευχθεί έως τώρα μόνο με την αποκατάσταση ή την εγκαθίδρυση των εθνικών δικαιωμάτων. Η σύλληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που βασίζεται στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος ως τέτοιου, κατέρρευσε την ίδια στιγμή που εκείνοι οι οποίοι επαγγέλλονταν πως πίστευαν σ’ αυτά βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ανθρώπους που είχαν πράγματι χάσει όλες τις άλλες ιδιότητες και ειδικές σχέσεις -εκτός από το ότι ήταν ακόμη άνθρωποι. Ο κόσμος δεν βρήκε τίποτε το ιερό στην αφηρημένη γυμνότητα του να είσαι άνθρωπος. Και εν όψει των αντικειμενικών πολιτικών συνθηκών, είναι δύσκολο να πούμε πως οι έννοιες του ανθρώπου στις οποίες βασίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα -το ότι ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού (στην αμερικάνικη διατύπωση) ή ότι είναι ο αντιπρόσωπος του ανθρώπινου είδους ή ότι φυλάσσει μέσα του τις ιερές απαιτήσεις του φυσικού νόμου (στη γαλλική διατύπωση)- μπορούσαν να έχουν βοηθήσει να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημα. Οι επιβιώσαντες των στρατοπέδων εξοντώσεως, οι έγκλειστοι των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και εγκλεισμού, και ακόμη και οι συγκριτικά ευτυχείς απάτριδες μπορούσαν να δουν χωρίς τα επιχειρήματα του Μπέρκ ότι η αφηρημένη γυμνότητα του να είσαι άνθρωπος και τίποτε άλλο ήταν ο μεγαλύτερός τους κίνδυνος. Εξ αιτίας αυτού θεωρούνταν άγριοι και, φοβούμενοι ότι πιθανόν θα κατέληγαν να θεωρούνται κτήνη, τόνιζαν την εθνικότητά τους, το τελευταίο σημάδι της πρώην υπηκοότητας τους, ως τον μοναδικό τους εναπομείναντα και αναγνωρισμένο δεσμό με την ανθρωπότητα… Αν ένα ανθρώπινο ον χάσει την πολιτική του καταστατική θέση, θα έπρεπε, σύμφωνα με τις συνεπαγωγές των εγγενών και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου, να έρθει ακριβώς στην κατάσταση την οποία παρείχαν οι διακηρύξεις τέτοιων γενικών δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Φαίνεται ότι ένας άνθρωπος που δεν είναι τίποτα εκτός από άνθρωπος έχει χάσει τις καθαυτό ιδιότητες που καθιστούν δυνατόν για άλλους ανθρώπους να τον αντιμετωπίζουν ως συνάνθρωπο”[28]. Πρόσθετη επιβεβαίωση των απόψεων της Χ.Άρεντ είναι πως πλέον τα ανθρώπινα δικαιώματα ελάχιστα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον τρόπο που επεδίωκαν αυτοί που αρχικά τα διακήρυξαν. Αντίθετα με τις διαφορετικές δεσμευτικές ερμηνείες τους, αναδεικνύονται σε μέσο να υπονομευθεί η εθνική κυριαρχία, δηλαδή το σημαντικότερο ανάχωμα στην παγκόσμια ανομία αλλά και μοναδικός πολιτικός χώρος όπου μπορούν να υπάρξουν τα πολιτικά δικαιώματα.
Η ανάλυση της Χάνα Άρεντ είναι τελικά εύστοχη σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα. Διέκρινε τον χαρακτήρα και τα στοιχεία του ολοκληρωτισμού ενώ στο ξερίζωμα του ανθρώπου εντόπισε μια από τις κύριες πηγές προέλευσης του[29]. Συμπέρανε, μαζί με τον Ε.Μπέρκ, ότι η εθνική χειραφέτηση και η δημιουργία εθνικών κρατών είναι η προϋπόθεση για να υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα Τεκμηρίωσε την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την οποία είδε να εδράζεται στην ώθηση των πολιτών στην επιδίωξη της ιδιωτικής ευτυχίας, στον εξοβελισμό τους από τον δημόσιο χώρο, και την μετατροπή της πολιτικής σε εμπόρευμα, με την υιοθέτηση των μεθόδων της Μάντισον Άβενιου. Πρότεινε ως διέξοδο στον ολοκληρωτισμό και στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ένα σύστημα κοινοτικής δημοκρατίας που έχει δοκιμαστεί ιστορικά με επιτυχία σε διαφορικούς χώρους και χρόνους . Στην χώρα μας ο κοινοτισμός έχει πολύ βαθιές ρίζες αφού εγκαινιάζεται στην Αθηναϊκή Δημοκρατία -όπως με αξεπέραστο τρόπο μας έδειξε ο Κ.Καστοριάδης- και συνεχίζεται με διάφορες μορφές σε όλη την ιστορική πορεία του ελληνισμού, παρά τις αντιξοότητες και τις δυσμενείς συγκυρίες, ενώ συγκροτήθηκε σε θεωρητικό επίπεδο από σημαντικούς στοχαστές όπως ο Κ.Καραβίδας, o Ι.Δραγούμης, ο Α.Σβώλος, ο Ν.Πανταζόπουλος.
[1] Χ.Άρεντ, Ανθρώπινη Κατάσταση ,εκδόσεις Γνώση, μετ. Γ.Λυκιαρδόπουλος, Σ.Ροζάνης, σελ.86.
[2] ό.π.σελ.273.
[3] ό.π.σελ.185.
[4] Αναφέρεται από τον Ζέεβ Στέρνχελ στο έργο του, Αντιδιαφωτισμός, εκδόσεις Πόλις,μετ.Α.Καρακατσούλη σελ.535.
[5] Χ.Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, εκδόσεις Ευρύαλος, μετάφραση Γιάννη Λάμψα, σελ.58.
[6] ό.π.σελ. 49.
[7] ό.π. σελ. 65.
[8] ό.π. σελ. 271.
[9] ό.π. σελ. 272.
[10] ό.π. σελ. 275.
[11] ό.π. σελ. 278.
[12] Χ.Άρεντ, Περί βίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 1995, μετ.Β.Νικολαϊδου-Κυριανίδου, σελ. 98.
[13] Χ.Άρεντ,Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση, εκδόσεις Έρασμος, 1987, σελ. 29,30.
[14] ό.π. σελ.41
[15] ό.π. σελ.42.
[16] ό.π. σελ.41
[17] Hannah Arendt, Για την Επανάσταση, μετάφραση Αγγελική Στουπάκη, Αθήνα 2006, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 343.
[18] ό.π. σελ. 356.
[19] ό.π.. σελ. 363.
[20] ό.π. σελ.370.
[21] ό.π. σελ.374.
[22] ό.π. σελ. 375.
[23] ό.π. σελ.376.
[24] Χ. Άρεντ, Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού ,Δεύτερο μέρος:ιμπεριαλισμός, εκδόσεις Νησίδες, μετάφραση Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 219.
[25] ό.π. σελ. 194.
[26] ό.π. σελ.220,221.
[27] ό. π. σελ.222.
[28] ό.π. σελ. 229,230.
[29] Η Χ.Άρεντ δεν κουράζεται να αναδεικνύει την ευθύγραμμη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον ξεριζωμό του ανθρώπου και στον ολοκληρωτισμό. Σε ένα άλλο σημείο γράφει για τους λαούς της Ανατολικής και Μέσης Ευρώπης: «εδώ ήταν μάζες που δεν είχαν την πιο παραμικρή ιδέα του νοήματος της patria (πατρίδα) και του πατριωτισμού, την πιο παραμικρή έννοια της ευθύνης για μια κοινή, περιορισμένη κοινότητα. Αυτό ήταν το πρόβλημα με τη «ζώνη ανάμεικτων πληθυσμών»(Macartney) που εκτεινόταν από τη Βαλτική έως την Αδριατική και βρήκε την πιο σαφή του έκφραση στη Διπλή Μοναρχία. Ο εθνοφυλετικός εθνικισμός αναπτύχθηκε απ’ αυτήν την ατμόσφαιρα έλλειψης ριζών. Εξαπλώθηκε ευρέως όχι μόνο στους λαούς της Αυστροουγγαρίας αλλά επίσης, αν και σε ανώτερο επίπεδο, σε μέλη της δυστυχούς διανόησης της τσαρικής Ρωσίας»(ό.π. σελ.150).