Κυττάξαμε, ύστερα, τι προσέφερε η νεοελληνική τέχνη στην αυτογνωσία τούτη και αναγνωρίσαμε ότι από τις νεοελληνικές τέχνες η ποίηση, που λένε πως αεροβατεί, στάθηκε η πρώτη που συνειδητά μας χάρισε την θετική υπηρεσία να μας δείξη τον ίσιο δρόμο της πραγματικής αυτογνωσίας. Με την συνεχή καλλιέργεια αυτής της ιδέας άρχισε να εισχωρή το αίτημα της γνησιότητος και της Ελληνικότητας μέσα στις πλαστικές τέχνες.
Έκτοτε η ιδέα προόδευσε όλο και πιο συνειδητά, χωρίς τούτο να υπονοή ότι έχει και να επίδειξη έργα αποκαλυπτικά και τελειωμένα, αλλά μάλλον μια προπαρασκευαστική εργασία αποβολής των περιττών και ξένων στοιχείων αφ’ ενός και αφ’ ετέρου αναζήτησης και εξακρίβωσης των απαραιτήτων και σταθερών. Οι δυσκολίες της μεταβολής ή αναπροσαρμογής των στοιχείων μιας πλαστικής γλώσσας, όπως την ξέρουμε, όπως την έχουμε συνηθίση ή όπως την έχουμε εκμάθει, αποτελεί κάτι δυσκολοκατόρθωτο. Ούτε και θα υπήρχε σε μας τέτοιο πρόβλημα, τουλάχιστον σε αυτή τη μορφή, αν η εξέλιξή μας είχε γίνει φυσιολογικά από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δουλεία εμπόδισε την εσωτερική εξέλιξη και συγχρόνως μας απέκοψε από την εξέλιξη των άλλων. Το ελεύθερο κράτος, εν σπουδή, για να κερδίση τον χαμένο χρόνο, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθη εάν υπήρχε καιρός να ωρίμαση η εσωτερική μας οντότητα, σύμφωνα με τα δικά μας αιτήματα. Ποδοπατήσαμε τον εαυτό μας με αδιαφορία, κυνηγώντας μια χίμαιρα που κι αν την φθάναμε, δεν είχε να μας προσφέρη τίποτε το πνευματικώς αξιόλογο. Η περίπτωση μας δεν είναι η μόνη. Όλοι οι παμπάλαιοι πολιτισμοί της Ανατολής βρίσκονται στην ίδια θέση και κάποτε πολύ χειρότερη. Αντιμετωπίζουν μια τέλειαν εξουθένωση ή και πλήρη στειρότητα. Και είναι λυπηρό να βλέπης τις απελπιστικές, καλόβουλες, αισιόδοξες προσπάθειές τους που είναι ωστόσο καταδικασμένες να μείνουν άκαρπες και προσκολλημένες σε ανεπανόρθωτα αναχρονιστικές αισθηματολογίες. Αυτούς τους σκοπέλους έπρεπε να αποφύγομε πάση θυσία: την επιστροφή σε νεκρούς τύπους και την αγνοία των αρχών που δημιούργησαν αυτούς τους τύπους. Επιπλέον έπρεπε ίο κύριο ελάττωμα μας. την έλλειψη συνοχής στην παράδοση μας και την απομόνωσ” μας απο την Δυτική Αναγέννηση να το μετατρέψουμε σε προτέρημα Το χάσμα αυτό να το γεμισομε με κάτι άλλο και να επωφεληθούμε αντίθετα από το γεγονός ότι η Ιταλική Αναγέννηση δεν έφτασε ως εμάς.
Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες ενός τέτοιου έργου η γενιά αυτή νομίζω ότι έκανε με τη σειρά της αρκετές γόνιμες μελέτες και αρκετούς χρήσιμους πειραματισμούς. Τον δρόμο και για τους μεν και για τους δε μας έδειξε σε όλους από καιρό εκείνος που στεκόταν στην αρχή αυτού του δρόμου, ένας αρχιτέκτων: ο Δημήτρης Πικιώνης. Πράγματι, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος στον τομέα της Λογοτεχνίας, ο Δημήτρης Πικιώνης στάθηκε στην περιοχή των Πλαστικών Τεχνών ένας άνθρωπος σεμνός, που είχε συνείδηση μιας αποστολής με μοιραίες συνέπειες.
…Έτσι, εν στενώ κύκλω γεννήθηκε βαθμηδόν και με άπειρες αμφιταλαντεύσεις και συνεχείς παλινωδίες εκείνο το ιδεώδες που ζητούσε όχι την μίμηση ή την επάνοδο σε πρότυπα της ελληνικής παραδόσεως, πράγμα άσκοπο, μάταιο και αναληθές, αλλά τη δημιουργία μιας τέχνης πρωτότυπης, σύγχρονης, που να ελέγχεται συνεχώς από τα γνήσια ανθρώπινα κριτήρια, όπως μας τα παρέδωσε η παράδοση και όπως μπορούμε να τα μαντέψομε.
Έπρεπε το κάθε έργο μας ή μάλλον κάθε τμήμα του έργου μας, κάθε γραμμή, κάθε χρώμα, να απο-κτήση μιαν εγκυρότητα. Έπρεπε να μην αποδίδη πουθενά ήχον βέβηλον. Έπρεπε να είναι παντού ορθό, συνεπές, λιτό και αναντίρρητο. Έπρεπε να περιέχει μεν όλη την προσωπικήν ιδιάζουσαν ευαισθησία του ατομικού χαρακτηρος του τεχνίτη, αλλά όχι και τις αυθαιρεσίες και ανακολουθίες μιας ατομικής ιδιοσυγκρασίας. Έπρεπε ο καλλιτέχνης να μπορή να υπακούη περισσότερο σε κάτι κελεύσματα πνευματικά και υλικά και όχι να τους επιβάλει βίαια τις προσωπικές του προκαταλήψεις. Έπρεπε να κατέχη τις αναγκαίες γνώσεις, αλλά να τις μεταχειρίζεται μόνον αφού πρώτα τις περάσει από τα διυλιστήρια του αισθήματος. Έπρεπε, τέλος, ο καλλιτέχνης να υπερβή τον εμπειρικό εκείνο χαρακτήρα που τόσο συχνά παρασύρει ακόμα και ισχυρά ταλέντα και να λάβη επίγνωση των προβλημάτων της τέχνης του, της σημασίας και της αποστολής του και των αιτημάτων της εποχής και του τόπου.
Η πλήρωση ενός τέτοιου προγράμματος προϋποθέτει, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, πολλά πράγματα:
Μιάν άκρα ευαισθησία, ικανή να ανακαλύπτη ευθύς αμέσως την ποιότητα και την γνησιότητα, όπου υπάρχει. Μια λεπτότατη αναλυτική εμπειρία ικανή να διαχωρίζη και να αξιολο-γή τα καθέκαστα. Μια συγκριτική δύναμη, ικανή να ταυτίζη ή να διαστέλη παρόμοιες ή ανάλογες εκδηλώσεις. Τέλος, μιάν εντελώς εξαιρετική διορατικότητα, ικανή να διαβλέπη, να διαισθάνεται, να μαντεύη, να ενοράται δυνατότητες που αλλιώς μένουν απαρατήρητες.
Αλλά προϋποθέτει επίσης τέλεια γνώση της ιστορικής εξέλιξης. Σύγκριση των σχολών Ανατολής και Δύσεως. Κατανόηση των σύγχρονων ρευμάτων και επιτεύξεων. Καθαρήν ( αντίληψη των επιμέρους τεχνικών.
Η κριτική και συγκριτική αυτή μελέτη που απαιτεί συνεχείς μόχθους αλλά και συνεχή παρουσία όλων των δυνάμεων, ψυχικών, πνευματικών και διανοητικών του εγώ μας, και χρόνον ακαθόριστο, θα καταλήξη κάποτε σε κάποια συμπεράσματα, σε κάποιες σταθερές αξίες που θα γίνουν κριτήρια και μέτρα των άλλων αξιών και θα έχουν το απώτερον αποτέλεσμα να μας χαρίσουν την ποθητή αυτογνωσία την οποία έχουμε επειγόντως ανάγκη. Και η εργασία αυτή έχει αρχίσει να γίνεται μέσα μας κατά μέγα μέρος. Και μας πείθει ότι τιμιότερον δεν υπάρχει από το ελληνικόν. Και γι’ αυτό χώρα ίο αναζητούμε και θέλουμε να είμαστε Έλληνες. Όπως είπε ο Καβάφης για τον Αντίοχο: “Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότης τιμιωτέραν. Εις τους Θεούς ευρίσκονται τα πέραν”. Αλλά τι είναι αυτό το Ελληνικόν; Σε ποιό σημείο θα βρούμε τον μίτο που θα μας συνδέση με τον ελληνισμό; Ποιοί από μας είναι Έλληνες; Και πώς, αν δεν είναι, θα γίνουν; Αυτές είναι ερωτήσεις που δεν πληρώνονται παρά μόνο με την ζωή μας.
Είναι άραγε ανάγκη να δικαιολόγηση κανείς αυτή την απαίτηση για Ελληνικότητα σε Έλληνες; Αλλά μήπως είναι ανάγκη να την δικαιολογήση κανείς σε ξένους; Ούτε καν. Προς τι να επιχειρήσουμε να δικαιολογηθούμε, όταν τα περισσότερα επιχειρήματα που μας τα προσφέρουν έτοιμα, είναι οι ίδιοι αυτοί ξένοι που θέλουμε να πείσουμε; Ποιός καλλιτέχνης ποτέ από οποιοδήποτε τόπο εκαυχήθη ότι δεν χρωστάει το μεγαλύτερο ποσοστό της τέχνης του στην Ελλάδα; Και ανομολόγητα το ομολογεί. Περιττές θα ήταν λοιπόν οι δικαιολογίες μας και ελεύθερα μπορούμε να προχωρήσουμε στην αναζήτηση μας.
Μια από τις δυσκολίες που θα συνάντηση ο ερευνητής της ελληνι-κότητος είναι ο καθορισμός της περιοχής που κατά τεκμήριον περιλαμβάνει το ζητούμενο. Εκεί συχνά εγείρονται διαφωνίες – η φανατικότητα των οποίων δεν είναι άλλωστε κακό σημάδι. Αποδεικνύει ότι το Ελληνικόν είναι μια έννοια τοσο πλατειά ώστε να περιλαμβάνη αιειρίαν αντιφατικών, εκ πρώτης όψεως, πραγμάτων. Δεν θα ήταν παραδοξολογία αν έλεγε κάνεις οτι δυνάμει τα περιλαμβάνει όλα
Αν ρίξουμε μια γρήγορη ματια σε μια σειρά εικόνες από την κυκλαδική εποχή ως την βυζαντινή, περνώντας από τις ενδιάμεσες, μινωική, αρχαϊκή, κλασσική και αλεξανδρινή. θα πρεπει ν’ αντιμετωπίσουμε μια πληθώρα διαφορετικών μορφών και βαθύτατες αλλαγές συναισθημάτων, ιδεών και τεχνοτροπιών. Δεν πιστεύω να κάνω λάθος, αλλά δεν γνωρίζω καμμιάν άλλη τέχνη, κανενός άλλου λαού, που να παρουσιάζη τέτοια εξέλιξη και ποικιλομορφία. Τρεις ή τέσσερεις ή πέντε χιλιάδες χρόνια αιγυπτιακής τέχνης και ουσιαστικά μένει αναλλοίωτη. Από τις πρώτες- πρώτες δοκιμές βρίσκει τον τύπο που θα τον ακολουθήση πιστά και δουλικά μέχρι τέλους. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στις Ινδίες. Κάτι παρόμοιο σχεδόν, αν και σε μικρότερο βαθμό, στην Κίνα και στην Ιαπωνία. Προς δυσμάς έχουμε μεν την άνθηση της Γοτθικής τέχνης που κατόπιν εγκαταλείπεται χάριν της πρώτης και της δεύτερης Αναγεννήσεως. Από τότε όμως, πρόκειται για μια πορεία που μπορεί κανείς να προεικάση και μάλιστα να προκαθορίσει, όχι για απότομες στροφές με τελείως διάφορο ύψος και νέο μορφολογικό σύστημα.
Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας
Ανίχνευση της ελληνικότητος πρώτη δημοσίευση 1974, Εκδ. Αστρολάβος/ Ευθύνη 1994, σελ. 25-29
από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
1 thought on “Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ανίχνευση Ελληνικότητας”