Δωδεκάνησα: Βρετανική κατοχή με εντολή του ΟΗΕ (1945-47)

γράφει ο Χρίστος Δαγρές,

Σε δύο προηγούμενα κείμενα [“Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία” και “Ο De Vecchi & η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων”] περιγράψαμε πως οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στα Δωδεκάνησα και τα κατέλαβαν, το είδος της αποικιοκρατικής, νεο-αυτοκρατορικής διοίκησης που επιδίωξαν να εγκαθιδρύσουν και τις μακροπρόθεσμες βλέψεις τους (ειδικότερα επί διοικήσεως De Vecchi που χαρακτηρίστηκε από τη βίαιη προσπάθεια εκφασισμού). Μεταξύ των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν ήταν και η διδακτορική διατριβή με τον τίτλο “Occupiers and occupied in the Dodecanese, 1912-1947 : Italian colonialism and Greek popular memory” [Κατακτητές και κατακτημένοι στα Δωδεκάνησα, 1912-1947: η Ιταλική αποικιοκρατία και η Ελληνική λαϊκή μνήμη] του Nicholas Doumanis, που κατατέθηκε στη Σχολή Ιστορίας του Πανεπ. της Νέας Νότιας Ουαλίας το 1994. Η εργασία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και 42 συνεντεύξεις κατοίκων που έζησαν όλη την περίοδο ή ένα σημαντικό της μέρος (ο νεότερος είχε γεννηθεί το 1929).

Οι Βρετανοί και τα Δωδεκάνησα (1912-1940) [1]

Η στάση των Βρετανών (και, συνήθως, των Γάλλων) για τα Δωδεκάνησα μετά το 1912 ήταν αυτή της ενοχλημένης αναμονής – αναμονή γιατί δεν ήθελαν να διαταράξουν τις ισορροπίες όσο οι Ιταλοί τα χρησιμοποιούσαν ως αντίβαρο για τις βλέψεις τους στη Λιβύη, και ενόχληση επειδή διέβλεπαν την εργαλειοποίηση τους για την προώθηση των ιταλικών συμφερόντων στην Ανατολία (σε σύγκρουση με τα αγγλογαλλικά συμφέροντα) αλλά και την τάση μονιμοποίησης της “προσωρινής” κατοχής [2]. Στις αρχές του 1914 όταν οι Ιταλοί ανοιχτά συνέδεσαν τα δύο ζητήματα, οι Βρετανοί αντέδρασαν εντόνως αρνητικά ενώ οι Γάλλοι έβαλαν στο τραπέζι ακόμη και την προοπτική εκδίωξης των Ιταλών απ’τα νησιά με στρατιωτικά μέσα!

Όλα άλλαξαν όταν η κυνική ρεαλπολιτίκ πήρε το πάνω χέρι μπροστά στον άμεσο, υπαρξιακό κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Γαλλία κατά τον A’ ΠΠ. Η πιεστική ανάγκη προσεταιρισμού της Ιταλίας οδήγησε τις δύο χώρες να αποδεχτούν με τη μυστική Συμφωνία του Λονδίνου (1915) το μαξιμαλιστικό εκβιασμό των Ιταλών [κατ’ευφημισμό, τον “ιερό εγωισμό” (sacro egoismo), κατά τον πρωθυπουργό Salandra]. Το Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι (1919) απλώς επιβεβαίωσε τις κρυφές συμφωνίες του 1915, με μόνη διαφωνία αυτή της Αμερικάνικης αποστολής που πρότεινε την απόδοση τους στην Ελλάδα για εθνοτικούς λόγους. Στα πλαίσια του ευρύτερου παιγνίου σε Μ. Ασία & Βαλκάνια, το ζήτημα ξανάνοιξε με τη συμφωνία Tittoni-Βενιζέλου και τη Συνθήκη των Σεβρών, αν και, δυστυχώς, καμία δεν ήταν άμεσα εκτελεστή.

Οι Βρετανοί επιχείρησαν να συμβάλουν στη λύση προσφέροντας την (μάλλον άγονη και αδιάφορη) περιοχή της Jubaland δίπλα στην ιταλική Σομαλιλάνδη σε αντάλλαγμα της ένωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα αλλά απορρίφθηκε η πρόταση. Η Μικρασιατική καταστροφή και de jure παραχώρηση τους από την Τουρκία στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης έκλεισαν το ζήτημα και για τους Βρετανούς μετά την εκλογή του Εργατικού πρωθυπουργού MacDonald, καθώς το Ναυαρχείο τον διαβεβαίωσε ότι η ιταλική κατοχή τους δεν αποτελεί εμπόδιο στο βρετανικό ναυτικό και στρατηγικό σχεδιασμό στη Μεσόγειο. Ο MacDonald, προσχηματικά, απλώς δέχτηκε την αόριστη υπόσχεση του Μουσολίνι ότι ίσως στο μέλλον όσα απ’τα Δωδεκάνησα δεν θα είναι σημαντικά για την Ιταλία να παραχωρηθούν στην Ελλάδα. Το ζήτημα παύει να υπάρχει για τους Βρετανούς πλέον, καθώς η σύγκριση τους με τη βρετανοκρατούμενη Κύπρο ήταν απτή. Οι Βρετανοί αρνήθηκαν να το συζητήσουν ακόμη και υπό την πίεση του Β’ΠΠ – παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδος – και ξανάνοιξε, υποχρεωτικά, το 1945.

Οι ηθικές και εθνολογικές “αρχές” πολύ εύκολα εκπαραθυρώνονται όταν τα συμφέροντα και οι ανάγκες της ρεαλπολιτίκ είναι παρόντα.

Οι Βρετανοί στα Δωδεκάνησα (1945-1947)

Μετά τη συνθηκολόγηση του P. Badoglio το καλοκαίρι του 1943, οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα και συνέλαβαν ως αιχμαλώτους όσους Ιταλούς αρνήθηκαν να συνταχθούν με τη λεγόμενη “Δημοκρατία του Σαλό” του Μουσολίνι. Ωστόσο, πολύ πριν τη δική τους, τελική συνθηκολόγηση οι Γερμανοί αναγκάστηκαν σταδιακά να αναδιπλωθούν στα κεντρικότερα νησιά, επιτρέποντας τη de facto απελευθέρωση των υπολοίπων [3].

Αν και οι μικροαψιμαχίες συνεχίστηκαν για αρκετούς μήνες, τα ελεύθερα νησιά προετοιμάζονταν για την Ένωση ώστε να μην γίνουν ξανά, μετά τη νέα απελευθέρωση, παίγνιο στις αποικιοκρατικές φαντασιώσεις των “Συμμάχων”. Ο Γ.Μ. Σακελλαρίδης (πρώτος δήμαρχος στα Νικιά Νισύρου μετά τις ελεύθερες εκλογές του 1944) σε άρθρο-μαρτυρία για τα χρόνια αυτά επικαλείται Έλληνες πατριώτες που εργάζονταν στην υπηρεσία πληροφοριών των Βρετανών ως πηγή της πληροφορίας ότι οι Βρετανοί απεργάζονταν σχέδια περί “αυτονομίας” των Δωδεκανήσων (υπό την “προστασία” των Βρετανών, φυσικά). Έτσι, σε συνεργασία με τον αξιωμ. του Ναυτικού Λευτέρη Μπαστινόπουλο οι Νισύριοι πρόκριτοι οργάνωσαν την 1η Νοεμβρίου ανοιχτή συνέλευση πολιτών όπου ομόφωνα υπερψηφίστηκε ψήφισμα για την Ένωση με την Ελλάδα [4].

Η πορεία προς την Ένωση ωστόσο δεν ήταν απρόσκοπτη. Μετά την υπογραφή της ανακωχής και για την περίοδο 1945-47, η διοίκηση των Δωδεκανήσων ανατέθηκε στους Βρετανούς μέχρι να διευθετηθεί το μέλλον τους από τον ΟΗΕ. Στις σελίδες 263-5 της διατριβής του Ν. Doumanis υπάρχει μία σύντομη περιγραφή της αλληλεπίδρασης των Βρετανών διοικητικών υπαλλήλων και των στρατιωτικών με τους Έλληνες κατοίκους των νησιών κατά την περίοδο αυτή. Επειδή το απόσπασμα περιέχει σημαντικά στοιχεία βασισμένα σε προσωπικές μαρτυρίες για τη στάση και τον τρόπο διοίκησης των Βρετανών (“των Εγγλέζων” σύμφωνα με τους κατοίκους) επέλεξα να το μεταφράσω αυτούσιο.

Χωρίς άλλα σχόλια για την ποιότητα των συμπερασμάτων του Doumanis [5], θέλω απλώς να επισημάνω ότι η επιλογή της “αποστασιοποιημένης” επιστημονικόμορφης γλώσσας για το σχολιασμό των μαρτυριών δεν είναι όντως ουδέτερη, αλλά στην πραγματικότητα σχετικοποιεί την Αλήθεια των λεγομένων, παρουσιάζοντας τα ως “εντυπώσεις”. Ωστόσο, εμείς ως αναγνώστες μπορούμε να κατανοήσουμε κατά πόσο οι μαρτυρίες ήταν “εντυπώσεις” ή όντως περιέγραφαν συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς, που αν δεν ήταν καθολικοί, σίγουρα ήταν συχνοί και οπωσδήποτε χαρακτηριστικοί, σύμφωνα με τον εθνικό χαρακτήρα των διαφορετικών κατοχικών διοικήσεων.

Στο απόσπασμα περιέχονται στοιχεία από 4 προσωπικές μαρτυρίες. Αν και οι συνεντευξιαζόμενοι καταγράφονται με το ονοματεπώνυμο τους στο πρωτότυπο κείμενο, επέλεξα στη μετάφραση να χρησιμοποιήσω μόνο τα αρχικά τους.

Μετάφραση:
“Οι Βρετανοί, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούσαν «οι Εγγλέζοι» συχνά επίσης συγκρίνονταν με τους Ιταλούς στις μαρτυρίες. Οι γενικές εντυπώσεις για τους Βρετανούς «ως λαός» σχηματίστηκαν κατά την περίοδο της προσωρινής βρετανικής διοίκησης μεταξύ 1945 και 1947. Ενώ η βρετ. διοίκηση ανεφοδίαζε με τρόφιμα [6], για τα οποία υπήρχαν πιεστικές ανάγκες, και επαναπάτρισε πολλούς πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή, οι Βρετανοί «ως άνθρωποι» δεν ήταν πολύ δημοφιλείς.

Η ανάμνηση των «Άγγλων» έχει αναμφίβολα επηρεαστεί από τα αντιβρετανικά αισθήματα μετά τον πόλεμο, ειδικά μεταξύ των αριστερών, που πιστεύουν ότι η Βρετανία είχε επιταχύνει τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 [7]. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο συντηρητικοί συνεντευξιαζόμενοι είχαν σχηματίσει αρνητική εικόνα για τους Βρετανούς. «Εκλάβαμε την αγγλική παρουσία εδώ σαν να ήταν ακόμη μία κατοχή», υποστήριξε ο Χ.Φ., «γιατί ήθελαν να επιβάλουν τους δικούς τους νόμους, όπως έκαναν νωρίτερα στην Κύπρο». Αν και η βρετανική διοίκηση επρόκειτο να τερματιστεί όταν το μέλλον των νησιών θα καθορίζονταν από τα Ηνωμένα Έθνη (…) πολλοί ντόπιοι φοβόντουσαν ότι η βρετανική κυριαρχία μπορεί να γίνει μόνιμη.

Ο Π.Τ. ανέφερε στη μαρτυρία του ότι οι πατριώτες Δωδεκανήσιοι προετοιμάζονταν για πολιτική αντίσταση:

Όταν ήρθαν, ίδρυσαν τη Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση [British Military Administration – BMA]. Καθιέρωσαν λιμενικό έλεγχο, έφεραν τη δική τους αστυνομία, πολλοί από τους οποίους ήταν Κύπριοι, ενώ και μερικά από τα αγόρια μας που επέστρεψαν από τη Μέση Ανατολή, υπηρέτησαν ως αστυνομικοί. Έπειτα τύπωσαν το δικό τους νόμισμα, με το σήμα της BMA (…) και τα δικά τους γραμματόσημα. Προσπάθησαν να ιδρύσουν αυτόνομα Δωδεκάνησα, αλλά δεν βρήκαν τοπική υποστήριξη. Δεν θα το ανεχόμασταν (…) Οι Δωδεκανήσιοι ξεσηκώθηκαν με την [Βρετανική] όρεξη τους να παραμείνουν [σ.μ.: μόνιμα]. Το 1945-6 ο κόσμος ήταν ξεσηκωμένος για την ένωση (…). Τότε κάναμε δημοψήφισμα (…) πήγαμε στο αρχηγείο τους, με πλακάτ, με σημαίες, «θέλουμε την Ελλάδα»(…) συστάθηκε μια μυστική οργάνωση κίνηση (…) αυτό συνέβαινε σε κάθε νησί. Δεν υπήρχε ούτε ένας τοίχος που να μην είχε τα γκράφιτι μας. Όλα οργανώθηκαν για να κρατήσουν την ελληνική φλόγα αναμμένη (…).

Οι Βρετανοί εμφανίζονταν να ματαιώνουν τις τοπικές φιλοδοξίες για ένωση με την Ελλάδα, καθώς και να αρνούνται να προσκαλέσουν τους ντόπιους στη μεταπολεμική διοίκηση. Αυτά διόγκωναν την εχθρότητα των ντόπιων πατριωτών για τους «Εγγλέζους», οι οποίοι εκλαμβάνονταν όλο και περισσότερο ως νέοι εχθροί.

Οι ματαιωμένες πολιτικές φιλοδοξίες ενθάρρυναν την ανάπτυξη ενός αρνητικού στερεότυπου για τους Βρετανούς «ως λαός». Οι «Εγγλέζοι» χαρακτηρίζονται ευρέως στην προφορική παράδοση ως πατερναλιστικοί, απορριπτικοί και αγενείς, και οι περισσότεροι συνεντευξιαζόμενοι περιέγραψαν τους νέους «κατακτητές» ως «κρύους ανθρώπους», φράση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως “αποστασιοποιημένοι, απόμακροι και εχθρικοί”. Η πιο συχνά συχνή φράση στις συνεντεύξεις ήταν «οι Εγγλέζοι ήταν κρύοι άνθρωποι». Οι ακόλουθες αφηγήσεις δείχνουν πώς η βρετανική αντιδημοφιλία σχετιζόταν με την εκλαμβανόμενη ως έλλειψη «ανθρωπιάς», γεγονός που τους έκανε να φαίνονται πολύ διαφορετικοί από τους Ιταλούς.

Ο Γ.Κ. περίμενε ότι οι «Εγγλέζοι» θα αντιμετώπιζαν τον ελληνικό πληθυσμό με σεβασμό, δεδομένου ότι η Βρετανία και η Ελλάδα ήταν σύμμαχοι εν καιρώ πολέμου. Παραδέχτηκε ότι οι Βρετανοί ανακούφισαν το Καστελλόριζο από την πιεστική έλλειψη τροφίμων, αλλά αγανακτούσε γι’αυτό που φαινόταν ως νοοτροπία του «σαχίμπ». Στην παρακάτω αφήγηση, ο Γ.Κ. θυμήθηκε πώς έδειχνε να αντιμετωπίζονται τα πεινασμένα παιδιά ως αλήτες:

Ήταν κρύοι άνθρωποι. Μας συμπεριφέρθηκαν όπως θα έκαναν με τους Ινδούς ή τους Αφρικανούς. Θυμάμαι μια μέρα, πίνοντας καφέ στο λιμάνι, όταν είδα δύο αξιωματικούς να κάθονται σε ένα τραπέζι και να τρώνε μπισκότα. Ένας από αυτούς είχε ρίξει ένα μπισκότο στο έδαφος και ένα μικρό αγόρι έτρεξε να το αρπάξει. Ξέρεις λοιπόν τι έκανε ένας από αυτούς; Πάτησε το χέρι του και άρχισε να το συνθλίβει. Και γελούσαν!! (…) Σε ρωτάω, γιατί να του πατήσεις το χέρι, αφού το μπισκότο ήταν στο χώμα; Μόνο πολύ ψυχροί άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Το αγόρι πεινούσε!

Στους Βρετανούς ανατέθηκε να διαχειρίζονται τα Δωδεκάνησα μέχρι να διευθετηθεί το μέλλον τους από τα Ηνωμένα Έθνη, και η διατήρηση του νόμου και της τάξης, ενόψει της αυξανόμενης πολιτικής αναταραχής, απαιτούσε από τους Βρετανούς να διοικήσουν με σιδερένια πυγμή. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι πολλά βρετανικά στελέχη έφεραν μια νοοτροπία «σαχίμπ» στη διοίκηση, η οποία προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους ντόπιους. Οι ντόπιοι ένιωσαν ότι οι Βρετανοί τους αντιμετώπιζαν σαν «Αφρικανούς ή Ινδούς» δηλαδή ως απλούς «ιθαγενείς» κάποιας αποικίας.

Η Κ.Δ. προσπάθησε να εξηγήσει την έννοια της βρετανικής «ψυχρότητας» εστιάζοντας στη φαινομενική αχαριστία τους. Θυμήθηκε πώς αυτή και η αδερφή της βοήθησαν αρκετούς Βρετανούς στρατιώτες που είχαν κολλήσει στα Δωδεκάνησα μετά τις αποτυχημένες συμμαχικές αποβάσεις στις αρχές του 1943. Ισχυρίστηκε ότι βοήθησαν επίσης Ιταλούς στρατιώτες να δραπετεύσουν, δίνοντάς τους βάρκες για να φτάσουν στις τουρκικές ακτές. Ενώ οι Ιταλοί τους έστελναν ευχαριστήρια γράμματα πολύ μετά το τέλος του πολέμου, ανέφερε ότι δεν έλαβαν τίποτα από τους Βρετανούς:

Ξέρεις πόσοι Άγγλοι και Ιταλοί φυγαδεύτηκαν στην Τουρκία, από εμένα και την αδερφή μου; Πόσους περάσαμε [στην Τουρκία]; Οι Ιταλοί μας στέλνουν ακόμη γράμματα, ευχαριστώντας μας. Ακόμα και σήμερα! Μα οι Άγγλοι…τίποτα!! Ούτε μια ευχαριστήρια επιστολή. Τι αχάριστοι άνθρωποι! Τι κρύοι άνθρωποι!

Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι ο εθνικός «χαρακτήρας» των κατακτητών καθόριζε τη φύση της κατοχής. Έτσι, οι τρομακτικοί και αυστηροί Γερμανοί έκαναν την κατοχή τους μια τρομακτική εμπειρία, ενώ η φαινομενική «ψυχρότητα» και η υπεροψία των «Άγγλων» εξηγούσαν την ένταση και την εχθρότητα που κυριάρχησαν την περίοδο της βρετανικής διοίκησης. Και στις δύο περιπτώσεις, και η γερμανική και η βρετανική κυριαρχία συνεπαγόταν μια αυστηρή κοινωνική οριοθέτηση μεταξύ των κατακτητών και των κατακτημένων. Αποθαρρύνονταν επίσημα η ανάπτυξη οικειότητας (Familiarita) με τους κατοίκους υπό κατοχή, και όπως υποδηλώνουν οι προφορικές μαρτυρίες, ο μέσος Γερμανός ή Βρετανός υπάλληλος δεν φαινόταν διατεθειμένος να αλληλεπιδράσει με δική του πρωτοβουλία. Αυτό που ξεχώριζε τους Ιταλούς ήταν η ροπή τους να αλληλεπιδρούν και να αναπτύσσουν οικειότητα, την οποία οι νησιώτες εκτιμούσαν δεόντως”

Σημειώσεις

[1] Πηγή των πληροφοριών περί της βρετανικής (και γαλλικής) στάσης ήταν το άρθρο του Philip Carabott, “Pawns that never became queens”: the Dodecanese Islands, 1912-1924″ από το περιοδικό Kampos: Cambridge papers in modern Greek τ.4 (1996).
[2] Ο Μ. Llewellyn-Smith στο βιβλίο του “Το Όραμα της Ιωνίας: Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία (1919-1922)” [εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ. (2009) – 2η ανατύπωση] χρησιμοποιώντας ως πηγή το ημερολόγιου του νεαρού τότε δικηγόρου Τζων Σταυρίδη, συνεργάτη του Βενιζέλου στις συνομιλίες με τον Λόυντ-Τζωρτζ αναφέρει το εξής: ο Λόυντ-Τζωρτζ μετά τη συνάντηση του με το Βενιζέλο στη Βουλή των Κοινοτήτων τον Ιανουάριο του 1913 επέμεινε ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό να τα κρατήσουν οι Ιταλοί και πρότεινε τη δημιουργία “τετελεσμένου” μετά την εκκένωση τους απ’τον ιταλικό στρατό. Δηλαδή, να εξοπλιστούν οι κάτοικοι μυστικά από την Ελλάδα ώστε να ξεσηκωθούν και να αρνηθούν την αποβίβαση τουρκικού στρατού, το οποίο θα επέτρεπε στη Μεγ. Βρετανία να επέμβει για την “αποφυγή αιματοχυσίας”, θα απέτρεπε την αποβίβαση Τούρκων και το θέμα θα ρυθμιζόταν σε “άλλη βάση”. Ο Llewellyn-Smith δεν αμφισβητεί την ακρίβεια της αναφοράς αλλά μάλλον θεωρεί ότι η ριψοκίνδυνη και δυναμική (πλην όμως ευμετάβλητη) προσέγγιση του Λόυντ-Τζωρτζ στα προβλήματα ήταν αρεστή από ελληνικής πλευράς, γεγονός που μεσοπρόθεσμα δημιούργησε προβλήματα γιατί η ελληνική πλευρά (δηλαδή, ο Βενιζέλος κυρίως) δεν αντιλαμβανόταν ότι ο Λόυντ-Τζωρτζ δεν μπορούσε να επιβάλλει συνεχώς λύσεις που δεν έβρισκαν υποστήριξη στις ηγετικές τάξεις και τα κομματικά στελέχη στη Βρετανία. Η άποψη αυτή αντανακλά τις αιτίες για ένα σημαντικό μέρος των προβλημάτων που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, στο βιβλίο του Llewellyn-Smith.
[3] Για παράδειγμα, οι Γερμανοί αποχώρησαν βιαστικά στις 2 Οκτ. 1944 από τη Νίσυρο και στις 5 του μηνός εμφανίστηκε Βρετανός αξιωματικός από το επιτελείο του Paget και ζήτησε από τους εκπροσώπους της Δημογεροντίας να αναλάβουν τα επόμενα βήματα αυτοδιοίκησης του νησιού (ελεύθερες εκλογές, ανασύσταση των “δημαρχιών” που κατήργησε ο De Vecchi και άλλα ζητήματα διοικητικής μέριμνας). Πηγή: Γιώργος Μ. Σακελλαρίδης “Μνήμη και Χρέος: Δύσκολα Κατοχικά χρόνια (Μάρτιος 1944 – Μάϊος 1945)”. Νισυριακά, τ.ΙΒ’, σελ. 61-100 (Αθήνα, 1993).
[4] “Θέτοντας το καλιμαύχι του στο τραπέζι υπέγραψε πρώτος ο Ηγούμενος. Με τον ίδιο τρόπο συνεχίστηκε η υπογραφή από τους παπάδες μας. Μέχρι τις 3.30’ οι υπογραφές ξεπέρασαν τις χίλιες.
Αλησμόνητη η διαδικασία εκείνη. Με τάξη, υπομονή και σοβαρότητα προσερχόταν ο καθένας και υπέγραφε. Οι περισσότεροι έκαναν το σταυρό τους πριν υπογράψουν και πολλοί δεν μπόρεσαν να κρύψουν το δάκρυ της χαράς και της συγκίνησης τους.
” Πηγή: Γ.Μ. Σακελλαρίδης, ο.π. σελ. 77-8. Γενικότερα, το άρθρο αυτό περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για την έμπρακτη εφαρμογή του αμεσοδημοκρατικού τρόπου λήψης των αποφασέων με βάση το σύστημα του ελληνικού κοινοτισμού.
[5] Δείτε επίσης σχετικά σχόλια στις σημειώσεις #5, 10 & 19 στο άρθρο “Ο De Vecchi & η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων”.
[6] Η βρετανική διαχείριση των αγαθών δεν ήταν άμεμπτη και διαφανής. Ο δήμαρχος Νικιών Γ.Μ. Σακελλαρίδης καταθέτει στο άρθρο-μαρτυρία του ότι η 1η και η 3η αποστολή τροφίμων προς τη Νίσυρο είχαν σημαντικά ελλείματα σε σχέση με τη λίστα παραδοτέων που προσκόμισαν οι υπεύθυνοι (ο έφεδρος λοχαγός Φαράρ και ο λοχαγός Τόμσεν, αντίστοιχα) που για κάποια είδη (π.χ. το κορν-μπηφ) έφτανε το 50%! Ο Τόμσεν αργότερα ανέλαβε γενικός διευθυντής των Τελωνείων επί ΒΜΑ, “συντελώντας στο ξεπούλημα των αγαθών της πολύ πλούσιας ιταλικής επιμελητείας”. Πηγή: Γ.Μ. Σακελλαρίδης, ο.π. σελ. 80-2.
[7] Σημείωση συγγραφέα: Τα αισθήματα αυτά περιγράφονται στο βιβλίο του Michael Herzfeld, “Anthropology through the looking-glass: Critical Ethnography in the Margins of Europe” [Cambridge, 1987], σελ.34.

, , , , , , ,

2 thoughts on “Δωδεκάνησα: Βρετανική κατοχή με εντολή του ΟΗΕ (1945-47)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *