Γράφει ο Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας
Τα δυτικά Βαλκάνια θα συνεχίσουν και το 2019 να είναι επίκεντρο γεωπολιτικών εξελίξεων, καθώς οι έως τώρα προσεγγίσεις, γεωστρατηγικού χαρακτήρα, έχουν αποτύχει παταγωδώς να εδραιώσουν συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας.
Τα υποβόσκοντα και πάντα ισχυρά εθνοτικά χαρακτηριστικά, η χρόνια υπανάπτυξη και η διάψευση του ευρωπαϊκού οράματος το 2014, είναι οι βασικές αιτίες, των αντιδράσεων που καταγράφονται. Ωστόσο, η Δύση, τώρα, με την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας, τόσο κάθετα όσο και οριζόντια και ένα πληρέστερο γεωοικονομικό δόγμα, επιχειρεί -για μια ακόμη φορά- την αναβάθμιση της περιοχής.
Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός NATO-Ρωσίας, μεταβάλλεται επίσης, καθώς η ΕΕ χειραφετείται επιδιώκοντας αυτόνομα στόχους, όπως είχε επισημάνει από το 2017 το Crisis Monitor, τόσο στον οικονομικό τομέα, όσο και στην ασφάλεια, περιπλέκοντας την ήδη δυσεπίλυτη εξίσωση και εισάγοντας νέες δυνάμεις σε μια προκαθορισμένη από καιρό σκακιέρα.
Auditor’s note Σε αυτή τη φάση, μείζονος σημασίας είναι η διασφάλιση της προοπτικής διαφοροποίησης του ενεργειακού μίγματος της περιοχής, με τη συμμετοχή τρίτων παιχτών που βρίσκονται, όμως υπό τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο καθοριστικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα είναι οι πλατφόρμες εκφόρτωσης LNG σε Αλεξανδρούπολη (υπό κατασκευή) και Ρεβυθούσα (λειτουργική), καθώς και η διασύνδεση της Ελλάδας με τα δίκτυα σε πΓΔΜ και Βουλγαρία.
Σε δεύτερη φάση ρόλο θα παίξουν οι αγωγοί φυσικού αερίου από το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η πολιτική που χαράσσει η ελληνική κυβέρνηση, είναι αναγκασμένη να βασιστεί στο ειδικό βάρος που έχουν τα συγκεκριμένα projects και να το χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στην δεδομένη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας. Τούτων δοθέντων, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συρία και η επικρατούσα, στον Λευκό Οίκο, αντίληψη, ότι η στρατηγική σημασία της Συρίας είναι περιορισμένη, ευνοεί την Ελλάδα, στον βαθμό, όμως που η χρησιμότητα της Τουρκίας είναι περιορισμένη σε αυτό το πεδίο.
Η ευρωπαϊκή επίδραση διαφοροποιείται ως προς το σχέδιο του nation – building, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση παραδοσιακά επενδύει στη στρατηγική των micro-regions των δυτικών Βαλκάνιων, χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει να επιβάλλει ουσιαστική σταθερότητα. Επιπλέον τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα των κρατών – μελών της σε συνδυασμό με τη χρηματοπιστωτική κρίση έχουν περιορίσει το ρόλο της. H αδράνεια των Βρυξελλών έχει αναδείξει τη δυναμική του Βερολίνου, που προσπαθεί να εξελιχθεί σε play-maker, για επηρεάσει τις εξελίξεις στην περιοχή με τις δραστηριότητές του Berlin Process.
Η Ουάσιγκτον από την άλλη πλευρά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του nation – building και ευνοεί τη δημιουργία macro- regions ώστε να μπορεί να ελέγξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες προς όφελός της. Η οικονομική και πολιτισμική ενοποίηση των αλβανόφωνων περιοχών εξυπηρετεί τα αμερικάνικα σχέδια για την τιθάσευση της Σερβίας, του κύριου εκπροσώπου του σλαβικού παράγοντα καθώς τον αποκόπτει από τη χριστιανική Ελλάδα και το σκοπιανό-σλαβικό στοιχείο. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον επιδιώκει να εντάξει Κόσοβο και Σκόπια στο ΝΑΤΟ για να μπορέσει να ισχυροποιήσει τα ερείσματά της. Η αμερικάνικη στρατιωτική βάση Camp Bondsteel στο Κόσοβο – φιλοξενεί τις αμερικάνικες στρατιωτικές δυνάμεις που είναι υπό τις διαταγές της Kosovo Force (KFOR)- αν και υποβαθμίζεται από κάποιους αναλυτές- έχει ένα ιδιαίτερο στρατηγικό ρόλο.
Αντίθετα, η Μόσχα επιδιώκει ενεργά την ένωση των σερβικών πληθυσμών, θέτοντας βέβαια μαξιμαλιστικούς στόχους, οι οποίοι τροφοδοτούν εθνικιστικά ένστικτα, όπως την ενιαία Σερβία. Στην πραγματικότητα, όμως, η στενότερη συνεργασία των σερβικών πληθυσμών με το Βελιγράδι ενισχύει τη ρωσική επιρροή στην περιοχή και σηκώνει τείχη στην επέλαση του NATO και της ΕΕ. Επιπλέον, η Ρωσία «σπρώχνει» την προσάρτηση της σερβικής μειονότητας του Κοσόβου στη Σερβία και την ανεξαρτητοποίηση της Republika Srpska, τύπου Κριμαίας με ενσωμάτωση στη Σερβία. Παράλληλα, ο Πούτιν δείχνει να έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει «hot spots» στα δυτικά Βαλκάνια και να χειρίζεται τις εθνοτικές εντάσεις με βάση τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα.
Auditor’s note «Απρόσμενες» εξελίξεις, όπως πολιτικές δολοφονίες, πραξικοπήματα, εκτροπές και βίαιες διαδηλώσεις, πρέπει επίσης να υπολογίζονται όταν εξετάζονται πιθανά σενάρια στα Βαλκάνια και να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες δυναμικές που απορρέουν ή τροφοδοτούνται απ’ αυτά.
Παρέμβαση στα δυτικά Βαλκάνια, όμως, ασκεί και η Κίνα, η οποία τα εντάσσει σε σειρά σχεδιασμών, καθώς οι πόρτες της ΕΕ κλείνουν για κινεζικές επενδύσεις, τόσο το ειδικό βάρος των Βαλκανίων ενισχύεται για το Πεκίνο.
Η Κίνα, επιδιώκει να δημιουργήσει ένα δίκτυο συνδεσιμότητας υποδομών κατά μήκος της Ευρασίας διαμέσου One Belt and One Road (OBOR) με τις χώρες των Βαλκανίων να θεωρούνται σημαντικές για την επίτευξή της πρωτοβουλίας. Το Πεκίνο στοχεύει στις επενδυτικές ευκαιρίες που εμφανίζονται στα Βαλκάνια ενώ τα κράτη – μέλη της ΕΕ τα αντιλαμβάνονται κυρίως ως περιοχή πολιτικής αστάθειας, μεταναστευτικών ροών, ισλαμιστικής εξτρεμιστικής απειλής και εμπορίου ναρκωτικών.
«Aιχμή του δόρατος» της κινέζικης διπλωματίας είναι η πρωτοβουλία «16+1» που επιδιώκει να βελτιώσει τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ του Πεκίνου και των δεκαέξι κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων και πέντε κρατών των δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Σκόπια, Σερβία). H Κίνα, αντιλαμβάνεται τα Βαλκάνια ως άξονα μεταξύ της Μεσογείου και της Κεντρικής Ευρώπης και ως μια γέφυρα μεταξύ της Δύσης και της Ευρασίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων έχουν ανταποκριθεί σε κινέζικα επενδυτικά έργα που δεν υιοθετούν το μοντέλο της ΕΕ σε θέματα ανταγωνισμού και προσφορών.
Η περιοχή των Βαλκανίων διατηρεί και το status υψηλής σπουδαιότητας και για την Τουρκία: γιατί τα χρησιμοποιεί ως πεδίο επίδειξης δυνατοτήτων απέναντι σε ΗΠΑ και Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη τα ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά στοιχεία, που τη συνδέουν με την περιοχή. Επίσης, οι σχέσεις με τα Βαλκάνια περιλαμβάνουν και μια πολύ-συμμετοχική δραστηριότητα μη-κρατικών φορέων, καθώς ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και του επιχειρηματικού τομέα, εντείνεται, ενώ τα δημόσια ιδρύματα και οι κρατικές υπηρεσίες περιορίζονται σε πιο συντονιστικά καθήκοντα.
Εθνικισμοί και συμφωνίες
Στo εθνοτικό παζλ των δυτικών Βαλκανίων, καθοριστική παραμένει η παράμετρος επαναπροσδιορισμού των ισορροπιών. Ο αλβανικός παράγοντας αναμένεται να ενισχυθεί μέσα στο 2019 με τη μορφή μιας ενιαίας οικονομικής, εμπορικής και πολιτισμικής οντότητας, περιλαμβάνοντας Αλβανία, Κόσσοβο, αλβανόφωνες περιοχές της πΓΔΜ και το σερβικό αλβανόφωνο Πρέσεβο. Η δημιουργία μιας τέτοιας «γεωγραφικής» περιοχής με κοινό σημείο τη γλώσσα και τον πολιτισμό αναμένεται να δώσει ώθηση στις εμπορικές δραστηριότητες καθώς καταργεί τα οικονομικά σύνορα.
Όμως, τα αμερικάνικα συμφέροντα ταυτίζονται με τα ευρωπαϊκά στην ομαλοποίηση των σχέσεων Ελλάδας – Σκοπίων προσβλέποντας στο να υλοποιηθεί η Συμφωνία των Πρεσπών που πιστώνεται στους πρωθυπουργούς τους Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ αντίστοιχα. Ο διεθνής παράγοντας υποστηρίζει πάντα εκείνους που θεωρεί ότι έχουν πολιτική ισχύ και στη συγκεκριμένη περίπτωση επενδύει στους Τσίπρα και Ζάεφ για να στηρίξουν το εγχείρημα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Το ερώτημα που εγείρεται δεν είναι αν τελικά η συμφωνία θα περάσει από τα δυο κοινοβούλια των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά αν θα είναι βιώσιμη. Η περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών θεωρείται, πλέον, αντίστοιχη με τις Συνθήκες του Ντέιτον (1995) και του Κουμάνοβο (1999) όπου η διεθνής κοινότητα ωθούνταν από την επιτακτική ανάγκη άμεσης και βιώσιμης επίλυσης των προβλημάτων, ώστε να δημιουργήσει δυναμική και να αποκαταστήσει τη σταθερότητα.
Όμως η ιστορία των δυτικών Βαλκανίων αποδεικνύει ότι Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες αγνοούν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στα δυτικά Βαλκάνια, υποτιμώντας τις εσωτερικές δυναμικές που υποβόσκουν εξαιτίας του μακραίωνου εθνοτικού και πολιτισμικού μωσαϊκού που τα απαρτίζει. Το blind spot που νομοτελειακά έχουν Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες στα Βαλκάνια, έχει επιτρέψει σε τρίτες χώρες και άλλους παράγοντες να αποτρέπουν την ουσιαστική εφαρμογή των συμφωνιών, δημιουργώντας έτσι απόσταση μεταξύ συμφωνιών και πραγματικότητας, η οποία προοδευτικά εξελίσσεται σε χάσμα που παράγει εντάσεις.
Η κυβέρνηση της Αθήνας, προσπαθεί από την πλευρά της να ασκήσει πολυδιάστατη διπλωματία υιοθετώντας μια στρατηγική εξωστρέφειας, επιδιώκοντας να εξελιχθεί σε θετική δύναμη, ώστε να της επιτραπεί η ανάπτυξη πρωτοβουλίας, που θα αναγάγει την Ελλάδα σε ενεργό παράγοντα των περιφερειακών γεωπολιτικών ισορροπιών. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες για να ενισχύσει το προφίλ της χώρας στην περιοχή.Auditor’s note Στην πραγματικότητα, όμως, τα περιθώρια άσκησης εξωτερικής πολιτικής είναι στενά καθώς η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα μέλος της ΕΕ, της Ευρωζώνης και του NATO, σχηματισμοί που προωθούν συγκεκριμένα –αν και αντικρουόμενα, εσχάτως- συμφέροντα των ισχυρών που τους απαρτίζουν, ενώ αποτελούν και μορφή άμυνας απέναντι στη βουλιμία της Ρωσίας για το εγγύς Εξωτερικό. Το πλαίσιο αυτό, είναι πολύ συγκεκριμένο και δεσμευτικό, ενώ προσπάθειες άμβλυνσής του είχαν στο παρελθόν δυσάρεστα αποτελέσματα. Συνεπώς, η Ελλάδα έχει δυνατότητα να επιλέξει το βαθμό ενεργοποίησής της, στο πλαίσιο των εξελίξεων και όχι την κατεύθυνση αυτών.
Παράλληλα, η ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας στα Βαλκάνια είναι συνδεμένη με τις κινήσεις της τουρκικής διπλωματίας. Μια Ελλάδα με στενές συμμαχίες σε πολιτικό, οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο διαθέτει περισσότερες διασφαλίσεις, δικλείδες ασφαλείας και ειδικό βάρος, ώστε να μπορεί να εξισορροπήσει τις τουρκικές πιέσεις τόσο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο και στην ευρύτερη περιοχή.