του Χρίστου Δαγρέ,
Ο Steven Galloway (S.G.) είναι Καναδός συγγραφέας, πολυβραβευμένος και με διεθνή αναγνώριση του έργου του, ενώ επίσης ήταν διευθυντής και καθηγητής του προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπ. της Βρετανικής Κολομβίας (UBC), του παλαιότερου, μεγαλύτερου και πλέον καταξιωμένου στο είδος του στον Καναδά (με 4 χιλιάδες συμμετέχοντες στα σεμινάρια του, ετησίως)(1). Επίσης υπήρξε -άθελα του- ο κεντρικός ήρωας σε μία τραγική ιστορία που ξεκίνησε το 2015 και παρουσιάστηκε αναλυτικά στο “ Η υπόθεση Galloway και η ακραία πολιτική ορθότητα ”. Παρακάτω θα επιχειρήσω μία σύντομη ανασκόπηση των νομικών εξελίξεων αλλά και των κραδασμών που προκάλεσε στους λογοτεχνικούς κύκλους του Καναδά, καθώς περάσαμε επιτέλους στην τελική φάση για την επίλυση της.
Οι νεότερες πληροφορίες προέρχονται κυρίως από το ιστολόγιο του συγγραφέα και ποιητή Brad Cran “ Truth & Consequences ”, o οποίος παρακολουθεί και καταγράφει τις εξελίξεις της υπόθεσης S.G., καθώς και από σχετικά άρθρα στο γνωστό καναδέζικο περιοδικό “The Walrus”.
Η Ανοιχτή Επιστολή & η συντονισμένη εκστρατεία “ακύρωσης”
Το Νοέμβριο του 2016 δημοσιεύτηκε μία μονοσέλιδη ανοιχτή επιστολή [“ An Open Letter To UBC: Steven Galloway’s Right To Due Process ”], την οποία υπέγραφαν περίπου 70-80 συγγραφείς, και η οποία, αφού περιέγραφε εν συντομία τα γεγονότα και τον τρόπο με τον οποίο έγινε η εκπαραθύρωση του S.G. από το πανεπιστήμιο χωρίς τεκμηρίωση, αποδοκίμαζε την παραβίαση βασικών νομικών κανόνων διερεύνησης της υπόθεσης από το πανεπιστήμιο (όπως το τεκμήριο της αθωότητας, λ.χ.). Ο αριθμός των υπογραφόντων αυξομειωνόταν καθώς αρκετοί ζήτησαν να συνυπογράψουν, ενώ κάποιοι άλλοι υπαναχώρησαν. Για τους τελευταίους (κάποιους εξ αυτών τουλάχιστον) ρόλο έπαιξε και η διαδικτυακή τρομοκρατία και λασπολογία εναντίον τους από αγέλες συγκεκριμένων -συχνά ψευδώνυμων- προφίλ στα Μέσα Κοιν. Δικτύωσης [ΜΚΔ]. Η νεότερη εκδοχή της λίστας (Μάρτιος 2018) περιλαμβάνει 82 υπογραφές.
Η επιστολή ήταν εξαιρετικά προσεκτική στη διατύπωση της, σύντομη, ισορροπημένη και προσανατολισμένη αυστηρά στα γεγονότα, χωρίς αξιολογικές κρίσεις για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Ωστόσο, ήταν σαφής για τα λάθη και τις αστοχίες του Πανεπιστημίου καθώς και την αναντιστοιχία μεταξύ τεκμηρίων και “ποινών”. Ακόμη όμως και το αυτονόητο απαιτεί ένα βαθμό θάρρους και αποκοτιάς, όταν η αλήθεια συγκρούεται με τον ιδεολογικό φανατισμό, και κάποιοι δεν έμειναν “ατιμώρητοι” για το θάρρος τους. Όπως λ.χ. ο Joseph Boyden, του οποίου η πρόσκληση να συμμετέχει στην κριτική επιτροπή ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού αποσύρθηκε εξαιτίας της επιστολής αυτής. Ο Boyden ήταν -μαζί με την Μ. Atwood- ένα από τα πρόσωπα που κατεξοχήν στοχοποιήθηκαν στα ΜΚΔ για τον ενεργό ρόλο που έπαιξε στην ανάρτηση της Ανοιχτής Επιστολής. Άλλοι υπογράφοντες δήλωσαν ότι μακροχρόνιοι φίλοι και συνεργάτες διέκοψαν τη μεταξύ τους επικοινωνία μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής. Άλλοι πάλι εξαναγκάστηκαν σε συγνώμη γιατί η επιστολή “πλήγωσε” κάποιους. Σε ένα απίστευτο κρεσέντο αυτοανατροφοδοτούμενης “αυτολύπησης” και “αυτοθυματοποίησης”, υπήρξαν μέλη κλειστών woke ομάδων που απαιτούσαν να αποσυρθεί η επιστολή γιατί “τους επανατραυμάτιζε” (είναι ακατανόητο γιατί είχαν “τραυματιστεί” εξαρχής από μία καταγγελία που αποδείχτηκε ψευδής και αφορούσε άγνωστο τους πρόσωπο). Υπάρχουν εθισμένα με τα ΜΚΔ άτομα (“προφίλ”) που αντλούν ικανοποίηση με το να βουτούν σε θύλακες μαζικής υστερίας, ουρλιάζοντας “Θύμα! Θύμα!”. Είναι ένα είδος ενσυναισθητικής γυμναστικής με “ψυχο-τραυματισμό δι’αντιπροσώπου”!

Στην υπόθεση Galloway βρέθηκε μπλεγμένη -προς τιμήν της- και η γνωστή Καναδή συγγραφέας Margaret Atwood επειδή συνυπέγραψε την ανοιχτή επιστολή. Αυτό την έφερε στο στόχαστρο του γνωστού “ηθικίστικου” όχλου των ΜΚΔ, στον οποίο απάντησε μέσω του Καναδέζικου περιοδικού “The Walrus” (“Margaret Atwood on the Galloway Affair”). Η απάντηση της βασίζεται στην ξεκάθαρη θέση ότι η διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης από το Πανεπιστήμιο υπέπεσε σε τεράστια σφάλματα επειδή ακολούθησε το αναμφίβολα λανθασμένο μοντέλο της Δίκης των Μαγισσών του Σάλεμ όπου “[Ο]ι κατηγορούμενοι σχεδόν αναπόδραστα θα βρεθούν ένοχοι επειδή οι κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας έχουν επίτηδες φτιαχτεί γι’αυτό το σκοπό και όσοι διαμαρτυρηθούν γι’αυτό, θα κατηγορηθούν επίσης”.
Με αφετηρία τη θέση αυτή, καταλήγει στο κρυστάλλινα σαφές συμπέρασμα ότι μεσοπρόθεσμα η παραβίαση των αρχών αυτών θα επιστρέψει εις βάρος των γυναικών, τις οποίες υποτίθεται ότι προστατεύει ο όχλος: “Αν υποστηρίξουμε τη θέση ότι τα μέλη της ομάδας που ονομάζεται “γυναίκες” είναι πάντοτε ορθές και δεν ψεύδονται ποτέ -αποδεδειγμένα μη αληθές- και ότι τα μέλη της ομάδας που λέγεται “κατηγορούμενοι άντρες” είναι πάντοτε ένοχοι (…) θα πλήξουμε όσες γυναίκες υποβάλλουν καταγγελίες και έχουν υποστεί κακοποίηση, καθώς θα έχουμε πλήξει εξαρχής την αξιοπιστία των καταγγελιών τους”. Για όσους δε, αδυνατούν να κατανοήσουν πιο σύνθετα λογικά σχήματα, η Atwood κλείνει με την αυτονόητη προειδοποίηση ότι οι ίδιες λανθασμένες διαδικασίες, αν δεν καταγγελθούν και διορθωθούν άμεσα, θα έρθει η ώρα που θα στραφούν εναντίον των σημερινών κατηγόρων.
Πιο αναλυτική, με το βλέμμα στα πραγματικά γεγονότα μέχρι το σημείο εκείνο, ήταν η απάντηση της συνυπογράφουσας την επιστολή, χιλιανής ηθοποιού και συγγραφέως Carmen Aguirre, η οποία δημοσιεύτηκε επίσης από το “The Walrus” (“Steven Galloway is Innocent Until Proven Guilty”). Η Aguirre είχε βρεθεί στον Καναδά ως πολιτική πρόσφυγας, έχουσα υποστεί διώξεις και σεξουαλική κακοποίηση, ούσα ανήλικη. Στο άρθρο χρησιμοποιεί ως αφετηρία του σκεπτικού της τη σημασία της νόμιμης διερεύνησης κάθε καταγγελίας και της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας, αντιδιαστέλοντας τα με την εμπειρία της από την απουσία τους όταν ζούσε υπό το ανελεύθερο χιλιανό καθεστώς. Η Aguirre επιμένει στα γεγονότα: υπήρξε μόνο μία καταγγελία εναντίον του S.G. και αυτή ήταν από τη γυναίκα με την οποία διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό. Η ανεξάρτητη έρευνα που ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2015 από μία γυναίκα, συνταξιούχο δικαστικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου (από τη Δικαστή Mary Ellen Boyd, η οποία παρέδωσε το πόρισμα της στις 25 Απριλίου 2016) έδειξε ότι δεν υπήρχε καμία βάση για την καταγγελία και το μόνο παράπτωμα του -ηθικής αλλά όχι νομικής φύσεως- ήταν ότι είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση με συνομήλικη γυναίκα, η οποία παρακολουθούσε το μάθημα του ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Ωστόσο, μέχρι να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία, ο Galloway είχε ήδη “δικαστεί” και “καταδικαστεί” από εσωτερικά παρα-δικαστήρια του UBC, του είχαν επιβληθεί ποινές και -το χειρότερο- είχε διαπομπευτεί δημοσίως ως “βιαστής”, χωρίς την παραμικρή απόδειξη και χωρίς καν να έχει κληθεί για εξηγήσεις! Η Aguirre αποδομεί και αυτή το σύνθημα “Πιστεύω τις Γυναίκες” (I Believe Women) υπογραμμίζοντας ότι είναι απλώς ένα ρητορικό σχήμα, το οποίο δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι αληθεύει. Αν εξεταστεί σε βάθος αποδεικνύεται ότι “πρόκειται για μία εγγενώς τυραννική θέση”. Ως τιμωρία για την ακέραια στάση της, συνεργάτες και διευθυντές του περιοδικού στο οποίο έγραφε επιφυλλίδες ζήτησαν την απόλυση της, ενώ μία γυναίκα ποιητής που θα συμμετείχε μαζί της σε μία εκδήλωση στο Κάλγκαρυ διαμαρτυρήθηκε για την πρόσκληση της, ισχυριζόμενη ότι η Aguirre ήταν ένα “μη-ασφαλές” (unsafe) πρόσωπο!
Οι αυτόκλητοι τιμωροί της πολιτικής ορθότητας δεν κόρεσαν γρήγορα την ανάγκη τους για “ακύρωση”. Ακόμη και εμβληματικές προσωπικότητες των καναδικών γραμμάτων, όπως ο ποιητής και συγγραφέας Steven Heighton, δέχτηκαν αφόρητη πίεση να ανακαλέσουν και όσοι έμειναν σταθεροί σύμφωνα με τη συνείδηση τους, είχαν συνέπειες. Ο Cran περιγράφει τη στιχομυθία που διεξήχθη στη σελίδα του τμήματος δημιουργικής γραφής του πανεπιστημίου Queen’s στο Κίνγκστον του Οντάριο, στον απόηχο μίας ομιλίας του Heighton εκεί ως παλιός απόφοιτος του. Κάποια Erin Flegg “επιπλήτει” την καθηγ. του τμήματος Carolyn Smart για την πρόσκληση που απηύθυναν στον Heighton και κλείνει με την “εντολή” ότι δεν πρέπει να φιλοξενηθούν στο μέλλον τα άτομα που δεν έχουν αποσύρει την υπογραφή τους, στην οποία απαντά δουλικά η Smart “θα δράσουμε επ’αυτού … είναι δύσκολο. Αλλά προσπαθώ”. Έτσι λειτουργεί η woke-ίστικη “ακύρωση” και καταχωρώντας όσους έχουν “ανεπιθύμητες” απόψεις στα “μαύρα κατάστιχα”, μέσω μιας οχλοκρατικής, αντιθεσμικής διαδικασίας. Τον Απρίλιο του 2022 ο Heighton αποβίωσε και 2,5 χρόνια αργότερα το πανεπιστήμιο Queen’s ανακοίνωσε ότι εγκαινιάζει την υποτροφία “Steven Heighton” προς τιμήν του – είναι άγνωστο εάν στο μεταξύ τον είχαν με κάποιον τρόπο αποκαταστήσει ηθικά (ή έστω απολογηθεί) για τις ανόητες συζητήσεις για περιθωριοποίηση του όπως απαιτούσε η Flegg.
Ο Cran απαρριθμεί δεκάδες περιστατικά στο ιστολόγιο του όπου συγγραφείς που υπέγραψαν την ανοιχτή επιστολή βρέθηκαν στο στόχαστρο λεκτικών επιθέσεων και απειλών, απολύθηκαν από θέσεις εργασίας, είδαν εκδηλώσεις τους σε φεστιβάλ του χώρου να ακυρώνονται ή έχασαν τη θέση τους σε διαγωνισμούς λογοτεχνίας ή άλλες εκδηλώσεις του χώρου. Και όλα αυτά επειδή υπέγραψαν την επιστολή και μόνο γι’αυτό! Ο Cran έστειλε ένα σύντομο ερωτηματολόγιο σε όλους τους αρχικούς συμμετέχοντες για τις εμπειρίες τους, στο οποίο απάντησαν 32 άτομα. Οι δύο στους τρεις που απάντησαν, δήλωσαν ότι υπέστησαν διαδικτυακές επιθέσεις και πάνω από τους μισούς ότι μπήκαν σε “μαύρα κατάστιχα” ή στοχοποιήθηκαν λογοτεχνικά και επαγγελματικά εξαιτίας της επιστολής αυτής. Τέλος, πάνω από το 70% δήλωσε ότι τερματίστηκε τουλάχιστον μία φιλική σχέση του εξαιτίας της επιστολής. Το χειρότερο όλων ήταν η έμμεση, “αφανής” συνέπεια αυτής της κακοποίησης, δηλαδή η εσωτερίκευση του φόβου εμπλοκής σε δημόσιες αντιπαραθέσεις και επιθέσεις, η οποία καταλήγει είτε σε αυτολογοκρισία, είτε στην αποφυγή συμμετοχής σε δημόσιες εκδηλώσεις.
Νομικές εξελίξεις
Όπως είχε γραφεί στο “ Η υπόθεση Galloway και η ακραία πολιτική ορθότητα ” ο S.G. είχε περάσει στην αντεπίθεση υπερασπιζόμενος τον εαυτό του όχι μόνο απέναντι στην προχειρότητα και την αυθαιρεσία του πανεπιστημίου αλλά και εναντίον των φυσικών προσώπων που έπαιξαν ρόλο σ’αυτή την ιστορία, μηνύοντας 25 άτομα, αρχικά. Στη συνέχεια, αντλώντας πληροφορίες από το ιστολόγιο του Cran θα προσπαθήσω να συνοψίσω τα σημαντικότερα γεγονότα μέχρι σήμερα.
Οι κατηγορούμενοι είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της ομόσπονδης καναδικής περιοχής της Βρετανικής Κολομβίας, ζητώντας την ακύρωση της μήνυσης επικαλούμενοι/-ες το νόμο PPPA (Protection of Public Participation Act), o οποίος είναι γνωστός και ως “αντι-SLAPP”(2). Η υπόθεση είχε ανατεθεί στη δικαστή Elaine J. Adair, η οποία το Δεκέμβριο του 2021 αποφάσισε ότι δεν συντρέχει λόγος διακοπής της εκδίκασης της υπόθεσης κατά τον PPPA, εξαιρώντας ωστόσο 2 κατηγορούμενες: τη συγγραφέα Alicia Elliott και την πρώην συνάδελφο (και “φίλη”) του S.G. στο πανεπιστήμιο, Annabel Lyon. Στην απόφαση της η δικαστής Adair αποφάνθηκε ότι η γυναίκα που κατηγόρησε τον Galloway για βιασμό έλεγε ψέματα και ότι οι ενέργειες των συναδέλφων του στο Πανεπιστήμιο εναντίον του έγιναν κακοπροαίρετα και με απερισκεψία.
H επίκληση του νόμου PPPA από τους κατηγορούμενους/-ες συνοδεύτηκε από νομική επιχειρηματολογία που, εάν γινόταν δεκτή, θα είχε τεράστιες επιπτώσεις στο νομικό σύστημα του Καναδά. Η δικηγόρος Birenbaum, η οποία υπερασπιζόταν την κύρια κατηγορούμενη Α.Β., υποστήριξε ότι: “Τι κι αν επρόκειτο για ψευδή αναφορά; (…) Δεν έχουμε συστημικό κοινωνικό πρόβλημα με τις ψευδείς αναφορές. Έχουμε συστημικό, κοινωνικό πρόβλημα με τη μη αναφορά (σ.σ. βιασμών)”. Οι εξοργιστικές όσο και εξαιρετικά επικίνδυνες αυτές δηλώσεις βασίζονται επάνω στην εξίσου επικίνδυνη ιδέα (η οποία έχει κοστίσει ζωές και εάν επιβραβεύονταν θα κόστιζε και άλλες) ότι δεν έχει σημασία εάν μία καταγγελία σεξουαλικής επίθεσης είναι ψευδής, πρέπει ντε φάκτο να θεωρείται “προστατευόμενος ισχυρισμός” ώστε να λειτουργήσει προτρεπτικά σε άλλες γυναίκες να καταθέσουν τις δικές τους καταγγελίες – αληθείς ή ψευδείς, δεν έχει σημασία! Πρόκειται για πολιτικο-ιδεολογικά κατευθυνόμενες ερμηνείες που αποσυνδέουν τη Δικαιοσύνη από την αναζήτηση της Αλήθειας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των ενόχων αλλά τη μετατρέπει σε παραδουλάκι του woke εξτρεμιστικού φεμινο-ακτιβισμού.
Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση Adair, αλλά το ίδιο έπραξε και ο S.G. ως προς το σκέλος που εξαιρούσε τις Elliott και Lyon. Η απόφαση του Εφετείου, τον Ιανουάριο του 2024, επιβεβαίωσε την Adair, αναιρώντας μόνο το σκέλος της απόφασης της για την Α. Lyon, καθώς αποδέχτηκε την έφεση του S.G. ως προς αυτήν. Μετά την απόφαση του Εφετείου, οι κατηγορούμενοι προσέφυγαν στο τελευταίο επίπεδο, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά (ΑΔΚ), το οποίο βάσει νόμου ανακαλεί τις αποφάσεις σε κατώτερα επίπεδα μόνο εφόσον η απόφαση αφορά κάποιο ζήτημα υψίστης σημασίας δημοσίου συμφέροντος ή ένα σημαντικό νομικό ζήτημα. To ΑΔΚ εξέδωσε την απόφαση του στις 10 Οκτωβρίου 2024, όχι μόνο απορρίπτοντας την προσφυγή των κατηγορούμενων αλλά -σε μία σπάνια κίνηση για τα δεδομένα του- αποφάσισε ότι ο S.G. πρέπει να αποζημιώθει για τις νομικές δαπάνες!
Οι κατηγορούμενοι είχαν προσφύγει στο ΑΔΚ επικαλούμενοι 3 επιχειρήματα με τον ισχυρισμό ότι αφορούν το δημόσιο συμφέρον:
1.Η κύρια κατηγορούμενη Α.Β. ουσιαστικά επανέλαβε το επιχείρημα περί “αναγκαίων ψεμάτων”, παραδέχτηκε ότι η καταγγελία της περιείχε ψευδή στοιχεία για να στηρίξει τους ισχυρισμούς της εναντίον του S.G. αλλά υποστήριξε ότι όποια γυναίκα καταγγέλει “σεξουαλική επίθεση” πρέπει να προσφύγει σε “περιφερειακά” ψέματα για γίνει πιστευτή. Κοντολογίς, το ζήτημα δημόσιου συμφέροντος είναι ότι το δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να περιμένει ότι οι γυναίκες θα ψεύδονται αλλά θα πρέπει και να συγχωρεί τη ψευδομαρτυρία όταν αφορά μία σεξουαλική επίθεση. Επιχείρημα το οποίο ατυχώς έχει ενσωματωθεί από πολλούς στο ιδεολογικό-νομικό πλαίσιο του κινήματος “me_too”, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σ’αυτό που η Atwood είχε προειδοποιήσει με το άρθρο της: την αποδυνάμωση όλων των καταγγελιών, ακόμη και όταν προέρχονται από πραγματικά περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς καταρχήν θεωρούνται ισοδύναμες με ψευδές και εκδικητικές καταγγελίες.
2.Άλλες κατηγορούμενες ισχυρίστηκαν ότι οι κατηγορίες πρέπει να απορριφθούν επικαλούμενες προϋπάρχουσα νομολογία ότι δεν υπάρχει κακόβουλη συκοφαντία εφόσον κάποιος επαναλάβει μία κατηγορία πιστεύοντας ειλικρινά ότι είναι αληθής.
3.Tέλος, η ομάδα των 4 “διαδικτυακών κατηγορούμενων”, δηλαδή των ανθρώπων που επανέλαβαν στα ΜΚΔ τις κατηγορίες ότι ο S.G. διέπραξε σεξουαλικές επιθέσεις ή/και βιασμούς, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε άμεση γνώση των γεγονότων, επικαλέστηκε ένα εξαιρετικά ιδιόρυθμο επιχείρημα. Υποστήριξαν ότι οι κατηγορίες για “βιασμό” θεωρούνται δυσφημιστικές επειδή προϋποτίθεται ότι ο “βιασμός” αποτελεί κακουργηματική πράξη. Ωστόσο, υποστήριξαν ότι μπορεί να υπάρχουν και πράξεις “τύπου-βιασμού” στις οποίες να υπέπεσε ο S.G. χωρίς ωστόσο αυτές να προσδιορίζονται ως “βιασμός” από τον Ποινικό Κώδικα. Το επιχείρημα αυτό πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω την προσπάθεια “σχετικοποίησης” της αλήθειας δια μέσου των (υποτιθέμενα) “καλών προθέσεων”, καθώς αυτό σχετικοποιεί την ίδια τη γλώσσα, το κοινά αποδεκτό περιεχόμενο των λέξεων και τις συνέπειες από τη χρήση των λέξεων αυτών. Έτσι, “βιασμός” δεν είναι αυτό που γνωρίζουμε όλοι (και είναι μία εξαρχής “ποινικά κολάσιμη πράξη” οπότε η ανυπόστατη κατηγορία εναντίον κάποιου συνιστά αυτομάτως και δυσφήμιση του) αλλά και άλλες πράξεις, τις οποίες κάποιοι/-ες εξισώνουν με το βιασμό (επειδή το αποφάσισαν έτσι), οπότε δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι αποτελεί δυσφήμιση η (άδικη) χρήση της λέξης εναντίον κάποιου.
Επίλογος
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά με την απόφαση του Οκτωβρίου έβαλε οριστικό τέλος σε αυτή τη μορφή αρνησιδικίας στην οποία είχαν επιδοθεί οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση Galloway, εξαντλώντας (με παραδειγματικά αρνητικό τελικό αποτέλεσμα γι’αυτούς) όλα τα διαθέσιμα δικαστικά επίπεδα στον Καναδά. Ωστόσο έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τη στιγμή που ο S.G. στοχοποιήθηκε και διασύρθηκε με υπαινιγμούς και κατηγορίες που στη συνέχεια αποδείχτηκαν νομικά αβάσιμες, ψευδείς, δόλιες και κακόβουλες με στόχο την ηθική και επαγγελματική εξόντωση του συγγραφέα – στόχοι που εν πολλοίς έχουν επιτευχθεί, ενώ βρέθηκαν πολύ κοντά στο να πετύχουν και τη φυσική του εξόντωση. Πλέον έχει ανοίξει ο δρόμος για τη νομική εξέταση των μυνήσεων του και την απόδοση δικαιοσύνης αν και είναι βέβαιο ότι πέρα από την ηθική ικανοποίηση καμία ποινή δεν πρόκειται να αποκαταστήσει τις ζημιές που υπέστη σε όλα τα επίπεδα.
Εκτός όμως από το ατομικό ζήτημα, η υπόθεση Galloway αποτελεί και μία συμβολική έπαλξη όπου οι βασικές αρχές λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας μιας οργανωμένης κοινωνίας δοκιμάστηκαν με ακραίο τρόπο. Ευτυχώς, μετά την πρώτη αιφνιδιαστική κακόβουλη επίθεση του διαδικτυακού όχλου, τόσο η λογοτεχνική κοινότητα όσο και (κυρίως αυτή) η Δικαιοσύνη στάθηκαν στο ύψος τους και άντεξαν στην επίθεση έναντια στην κοινή λογική και την κοινή αξιοπρέπεια που οργάνωσαν οι χούλιγκαν της ψευδεπίγραφης ηθικολογίας και των φτηνών ιδεολογικών τσιτάτων του “me_too”. Πολλοί πλήρωσαν δυσανάλογο τίμημα και οι περισσότεροι μάλλον δεν θα αποκατασταθούν ποτέ, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα έπρεπε – κάτι που είναι σίγουρο για τον S.G.. Ωστόσο η ελπίδα για παραδειγματική τιμωρία των φταιχτών θα αποτελέσει έναν ισχυρό φάρο Δικαιοσύνης που θα φωτίζει τα “σκοτάδια” του woke-ισμού, θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους φανατικούς και θα ενδυναμώνει όσους σηκώνουν ανάστημα στο “τέρας” της Πολιτικής Ορθότητας!
Υποσημειώσεις
(1) Kerry Gold “L’affaire Galloway”. The Walrus
(2) Το φαινόμενο SLAPP (Strategic lawsuits against public participation) αναφέρεται στις “αβάσιμες μηνύσεις ή αγωγές που κατατίθενται από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό ενάντια σε μη κυβερνητικά πρόσωπα, οργανισμούς και δημοσιογράφους, που εκφράζουν κριτική σχετικά με ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος” [βλ. Χριστίνα Βρεττού “ Το φαινόμενο SLAPP: Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για προστασία της ελευθερίας της έκφρασης ”].