του Δημοσθένη Κορδού, Υποψήφιου Διδάκτωρος Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν
Οι αγωνιζόμενοι για εθνική ελευθερία Έλληνες θα αντιμετωπίσουν την απόβαση του Ιμπραήμ στις αρχές του 1825 με μειωμένες τις υλικές και πολιτικές δυνάμεις τους, με κλονισμένες τις ηθικές και χωρίς ουσιαστική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Οι αντιδράσεις της οποίας θα είναι και υποτονικές και απερίσκεπτες. Είχαν προηγηθεί οι δύο εμφύλιοι (Μάρτιος-Ιούνιος και Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1824) που υπήρξαν καταστρεπτικοί και είχαν σοβαρές συνέπειες για μεγάλο διάστημα, με θριαμβευτές τους Ρουμελιώτες πολέμαρχους και τους Υδραίους συμμάχους τους. Πολλοί Πελοποννήσιοι ηγέτες, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, βρίσκονταν φυλακισμένοι στην Ύδρα, ενώ οι Ρουμελιώτες στην Πελοπόννησο συμπεριφέρονταν σαν κατακτητές σε εχθρικό έδαφος.
Η απόβαση του Ιμπραήμ τον Φεβρουάριο του 1825 στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, ελάχιστη εντύπωση προκάλεσε αρχικά στους Έλληνες. Οι απώλειες του Ιμπραήμ, αφότου έφυγε από την Αλεξάνδρεια, σε πλοία, άνδρες, άλογα και υλικό, αναλογούσαν περίπου με το ένα τρίτο του συνόλου. Οι αρρώστιες, οι καιρικές συνθήκες αλλά και η παρενόχληση του ελληνικού στόλου ήταν παράγοντες υπεύθυνοι για τις καταστροφές αυτές. Το έργο των Ελλήνων θαλασσινών εξακολουθούσε να καθησυχάζει την κυβέρνηση στο Ναύπλιο καθώς πίστευαν ότι ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος και οι Έλληνες συνέχισαν τις αντιδικίες τους, σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Πρόεδρος του Εκτελεστικού είχε γίνει ο Υδραίος καπετάνιος Γεώργιος Κουντουριώτης, ο οποίος δεν διέθετε γνώσεις για τον χερσαίο πόλεμο αλλά ούτε και ηγετικά προσόντα. Τον πλαισίωναν δύο θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ως αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού και διευθυντής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, μέλος του Εκτελεστικού με επιρροή στους Ρουμελιώτες πολέμαρχους, στους οποίους έταξε πελοποννησιακή λεία. Μια τρίτη τάση εκπροσωπούσαν οι Πελοποννήσιοι στρατιωτικοί, όπως ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς, που συνέπρατταν με την κυβέρνηση και τους νικητές του εμφυλίου. Ενιαίος στρατός δεν υπήρχε και οι δεκάδες ομάδες συγκροτούνταν από καπετάνιους οι οποίοι κατέθεταν πλαστούς καταλόγους ανδρών στην κυβέρνηση, για να εισπράττουν υπεράριθμους μισθούς και σιτηρέσια.
Οι Υδραίοι καπετάνιοι προειδοποιούσαν την κυβέρνηση ότι κύριος στόχος του Ιμπραήμ ήταν το οχυρωμένο Νιόκαστρο της Πύλου, αλλά το ελληνικό στρατόπεδο, με το άνθος των μεγάλων αγωνιστών, αργούσε να σπεύσει σε βοήθεια. Ακολούθησαν σπασμωδικές συγκρούσεις σωμάτων με τον οργανωμένο στρατό του Ιμπραήμ με σοβαρές ελληνικές απώλειες, ιδιαίτερα στο ηθικό των Ελλήνων. Αν είχε υπάρξει έγκαιρα συντονισμένη εκστρατεία υπό ενιαία διοίκηση, οι εμπειροπόλεμοι και αριθμητικά υπέρτεροι Έλληνες θα είχαν καταστρέψει την εμπροσθοφυλακή των Αιγυπτίων. Όμως, η κατακερματισμένες ελληνικές δυνάμεις μαστίζονταν από τις εσωτερικές έριδες των Ρουμελιωτών, αλλά και την απειθαρχία κορυφαίων αγωνιστών, όπως οι Καραϊσκάκης, Κώστας Μπότσαρης, Τσάμης, Καρατάσος, Πετρόμπεης και άλλων. Ο Ιμπραήμ κατέλαβε τελικά το Νιόκαστρο στις 23 Μαρτίου του 1825 και εξασφάλισε έτσι το προγεφύρωμα που του επέτρεψε να κατακτήσει το μέγιστο τμήμα του Μοριά.
Απώθηση των ελληνικών δυνάμεων και μάχη στη Σχοινόλακα
Η κατάσταση των ελληνικών στρατευμάτων της Μεσσηνίας εξακολουθούσε να είναι φρικτή, ειδικά σε θέματα επισιτισμού. Χαρακτηριστικό της κατάστασης αυτής είναι , ότι, την 10η Μαρτίου 1825 το απόθεμα του ψωμιού έφθανε μόλις για τέσσερις ημέρες ακόμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μόνο φαγώσιμο που έδιναν στα στρατεύματα ήταν ψωμί και αυτό κακής ποιότητας, ακατάλληλο ακόμη και για ζώα. Παράλληλα, τα παράπονα για τις καθυστερήσεις μισθών όλο και μεγάλωναν, ενώ οι Ρουμελιώτες γύριζαν ασύντακτοι μέσα στα χωριά. Μέσα σε αυτό το κλίμα η λιποταξία έπαιρνε σημαντικές διαστάσεις, προπάντων διέρρεαν οι Μανιάτες. Οι Αρκαδινοί, που θα μπορούσαν να ωφελήσουν πολύ καθώς γνώριζαν τα μέρη, δεν επιστρατεύονταν, αλλά έμεναν στα βουνά όπου είχαν καταφύγει τον καιρό του κατατρεγμού τους από τους Ρουμελιώτες.
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις διαταγές της που θεωρούσε ότι εφαρμόζονταν κατά γράμμα, υπολόγιζε τις δυνάμεις της Μεσσηνίας σε 6.000 – 7.000, αλλά στην πραγματικότητα δεν έφθαναν το μισό του αριθμού αυτού. Αυτή η μικρή δύναμη, υπό τις συνθήκες αυτές, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον κατά πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατό του Ιμπραήμ. Ο κύριος όγκος των ελληνικών δυνάμεων, προπάντων τα ρουμελιώτικα στρατεύματα των Γεωργίου Καραϊσκάκη, Κίτσου Τζαβέλα, Χατζηχρήστου και τα σώματα του Κυριάκου Σκούρτη και άλλων, που θα αριθμούσαν ως 3.000 άνδρες, είχαν καταλάβει θέσεις μπροστά από το Νιόκαστρο και το προκάλυπταν.
Την 9η Μαρτίου 1825 ο Ιμπραήμ στέλνει μέσα στο λιμάνι του Ναβαρίνου δύο κανονιοφόρους, που άρχισαν να κτυπούν το φρούριο, ενώ η φρουρά δεν διέθετε μέσο για να αμυνθεί. Την ίδια μέρα κινήθηκε ο ίδιος ο Ιμπραήμ με τους μηχανικούς του προς το φρούριο με την συνοδεία του 3ου συντάγματος, της φρουράς του και 300 ιππέων. Η ένοπλη αυτή αναγνώριση κράτησε ολόκληρη την ημέρα, ενώ το βράδυ αποσύρθηκαν. Το πρωί της επόμενης ημέρας, 10 Μαρτίου, ο Ιμπραήμ προώθησε τα δέκα τάγματα των 3ου και 4ου συντάγματος, δηλαδή περίπου 4.000 άνδρες, 400 ιππείς και τέσσερα ελαφρά κανόνια, για να καταλάβουν τα υψώματα γύρω από το Νιόκαστρο. Παράλληλα, ο Ιμπραήμ άρχισε να μετακινεί από το φρούριο της Μεθώνης τα βαριά φρουριακά κανόνια του για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του Νιόκαστρου ως πολιορκητικά, αλλά δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν από τη Μεθώνη στο πολιορκητικό στρατόπεδο μέσα από το ανώμαλο έδαφος και έτσι ο Ιμπραήμ διέταξε να αρχίσουν οι εργασίες της κατασκευής δρόμου.
Την επομένη, 12 Μαρτίου, ο Ιμπραήμ απέβλεπε στο να απομακρύνει τα ελληνικά σώματα που προκάλυπταν το Νιόκαστρο και εναντίον τους κίνησε το 1ο και 3ο τάγμα του 3ου συντάγματος. Οι Έλληνες ανέλαβαν αμέσως αντεπίθεση και χτύπησαν με επιτυχία τα προχωρημένα τμήματα του 3ου συντάγματος και τα ανάγκασαν να συμπτυχθούν, αλλά οι Αιγύπτιοι είχαν την υπεροχή της τακτικής. Ο διοικητής του 1ου τάγματος, βλέποντας ότι οι Έλληνες πολεμούσαν χωρίς τάξη και άφηναν τα πλευρά τους ακάλυπτα, επιτέθηκαν πλάγια εναντίον του αριστερού τους πλευρού και τους διέλυσε, κάνοντας τους να υποχωρήσουν άτακτα. Η μάχη αυτή στοίχισε στους Αιγύπτιους 11 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους από το 3ο τάγμα, ενώ οι Έλληνες είχαν 56 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους, ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο οπλαρχηγός Βασιλειάδης.
Μετά την συμπλοκή αυτή τα ελληνικά σώματα αποσύρθηκαν σε απόσταση δύο ωρών από το φρούριο και σκόρπισαν σε αποστάσεις μισής και μίας ώρας μεταξύ τους. Έτσι αφέθηκε το πεδίο μπροστά στο Ναβαρίνο ελεύθερο στον Ιμπραήμ και το Νιόκαστρο περιήλθε σε κατάσταση πολιορκίας. Παράλληλα, η φρουρά του Νιόκαστρου δεν είχε πυροβολικό ώστε να κρατήσει τον εχθρό σε απόσταση και έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ πλησίασαν πάρα πολύ, ενώ από τις πρώτες ενέργειες τους ήταν σταματήσουν την υδροδότηση του φρουρίου. Την ίδια εκείνη ημέρα, 12 Μαρτίου, άρχισε να βάλλει η πρώτη εχθρική πυροβολαρχία.
Η φρουρά του Νιόκαστρου ήταν ασθενέστατη και με επιστολές ζήτησε από τους έξω βοήθεια. Ο Έλληνας αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων Σκούρτης έμπασε το βράδυ της ημέρας εκείνης μέσα στο φρούριο λίγους στρατιώτες, μερικούς Μακεδόνες από το σώμα του Καρατάσου (1764-1830) υπό τον Γιάννη Βελέτζα, ενώ το ίδιο βράδυ μπήκαν μέσα στο φρούριο και τα δύο παιδία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Γιώργης και Γιάννης, με 168 Μανιάτες, αυξάνοντας έτσι τη φρουρά σε 400 άνδρες περίπου. Συγχρόνως, αγγλικά εμπορικά πλοία που έφθασαν στην Σφακτηρία έβγαλαν κρυφά τη νύχτα τρόφιμα στο φρούριο. Παράλληλα, έφθασε και ελληνική ναυτική δύναμη, καθώς 6 Σπετσιώτες πλοίαρχοι, αφού περίμεναν στο Γύθειο ως τη 12η Μαρτίου πότε θα φανούν τα υδραίικα πλοία, αποφάσισαν να πάνε στο Νιόκαστρο και την άλλη μέρα13 Μαρτίου, ένα από αυτά μπήκε στο λιμάνι του Ναβαρίνου. Η παρουσία του ωφέλησε αμέσως τους πολιορκημένους, διότι οι δύο αιγυπτιακές κανονιοφόροι που κτυπούσαν από την 9η Μαρτίου το παραλιακό τείχος του Νιόκαστρου αναγκάσθηκαν να φύγουν.
Οι Αιγύπτιοι έστρεψαν εναντίον του σπετσιώτικου τα πυρά της κανονιοστοιχίας τους, αναγκάζοντας το να αποσυρθεί εκτός βολής στο βάθος του λιμανιού, κοντά στο σκόπελο “Χελωνάκι”. Την ίδια μέρα τελείωσε και το στήσιμο της δεύτερης κανονιοστοιχίας με δύο μεγάλους όλμους, που τοποθετήθηκαν σε απόσταση 450 μέτρων από το φρούριο, μέσα στην κοίτη ενός χειμάρρου, που κατευθύνεται από Ανατολάς προς Νότο και πλησιάζει το φρούριο ως 140 μέτρα. Η κανονιοστοιχία αυτή άρχισε να βάλλει από την επόμενη ημέρα. Λίγο αργότερα έφθασαν και τα υπόλοιπα σπετσιώτικα πλοία, αλλά δεν έμειναν για πολύ καθώς έφυγαν για να συναντήσουν τον στόλο του Μιαούλη. Μόνο ένα από αυτά, το “Ποσειδών”, κράτησε μέσα στο λιμάνι ο Αναγνωσταράς, διότι το θεώρησε απαραίτητο για να εμποδιστεί ο εχθρός να στείλει πάλι μέσα στο λιμάνι τις δύο κανονιοφόρους.
Αφού οι Αιγύπτιοι εγκαταστάθηκαν πολιορκητικά γύρω από το Νιόκαστρο, οι Έλληνες, Ρουμελίωτες και λίγοι Πελοποννήσιοι, απομακρύνθηκαν ακόμη περισσότερο από αυτό, μερικοί σε απόσταση τριών και τεσσάρων ωρών σε διάφορα χωριά, όπως Χανδρινού, Φουρτζί, Λογκα κ.α. Πιο κοντά σχετικά βρισκόταν ο Καρατάσος, που με το σώμα του, 200 Μακεδόνες, είχε πιάσει το χωριό Σχοινόλακα, σε απόσταση μιάμιση με δύο ωρών από το Νιόκαστρο, στα δεξιά του εχθρού. Πιο μακριά ήταν οι Πάναγιώτης και Γεώργιος Γιατράκος και ο Χατζηχρήστος και ακόμη πιο μακριά ο Αγγελής Γάτσος, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Γιαννάκης και ο Κωνσταντίνος Γιολδάσης. Ο Ιμπραήμ ήθελε να τους διαλύσει ή τουλάχιστον να τους απομακρύνει ακόμη πιο πολύ, για να μην μπορούν να του δημιουργήσουν αντιπερισπασμό κατά τη διεξαγωγή της πολιορκίας του Νιόκαστρου. Οι Αιγύπτιοι ήταν πληροφορημένοι για τις θέσεις και τις δυνάμεις των Ελλήνων και θεώρησαν καλύτερα να προσβάλουν την Σχοινόλακα. Έτσι κινήθηκαν το πρωί της Κυριακής την 15η Μαρτίου 1825 με τρία τάγματα του 3ου συντάγματος, ως 1.20 άνδρες και με 400 ιππείς, χωρίς καθόλου πυροβολικό. Όμως γύρω από το χωρίο υπήρχαν ελιές και πυκνή βλάστηση και έτσι δεν υπήρχε έδαφος κατάλληλο για ιππικό. Ο Ιμπραήμ χώρισε το πεζικό του σε τρείς φάλαγγες, ίσως κατά τάγμα, και το ιππικό του σε δύο, τη μια στο δεξιό και την άλλη στο κέντρο.
Μια από τις φάλαγγες επήλθε εναντίον του σώματος του Καρατάσου, που αριθμούσε περίπου 200 άντρες και τον ανάγκασαν να κλεισθεί σε μερικά σπίτια, τα οποία αποτέλεσαν ουσιαστικά μικρά φρούρια. Ταυτόχρονα, δυνάμεις του ιππικού κινήθηκαν ανατολικά της Σχοινόλακας για να παρεμποδίσουν τα ελληνικά σώματα που έσπευσαν να βοηθήσουν τον Καρατάσο, όπως τους είχε ζητήσει. Συγκεκριμένα, οι Παναγιώτης Γιατράκος και Χατζηχρήστος έμειναν στις θέσεις τους και έστειλαν τον Γεώργιο Γιατράκο με 150 εκλεκτούς στρατιώτες. Όμως, οι πεζοί του Γιατράκου, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τους ιππείς, ανατρέπονται και επιστρέφουν διωκόμενοι προς Χανδρινού. Το ιππικό τους καταδιώκει και συγκρούεται με στρατιώτες του Χατζηχρήστου που έσπευσαν να βοηθήσουν και αποχωρεί, καθώς έχει επιτύχει την αποστολή του να αποτρέψει τους Έλληνες να βοηθήσουν το εγκλωβισμένο σώμα του Καρατάσου. Παράλληλα, οι ευρισκόμενοι στο Φουρτζί και τους γύρω συνοικισμούς Γάτσος, Βαλτινός, Μαυροβουνιώτης και Γιολδάσης κινούνται και αυτοί προς βοήθειαν του Καρτάσου. Όμως και αυτοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με το αιγυπτιακό ιππικό, πιθανώς δυτικά του συνοικισμού της Κουκουνάρας, θα ανατραπούν και θα υποχωρήσουν με απώλειες.
Καθ΄ όλο αυτό το διάστημα τον κύριο όγκο του εχθρικού πεζικού, δύο τάγματα, κρατούσε ο Καρατάσος στην περιοχή της Σχοινόλακας, καθώς οι Αιγύπτιοι δεν έδειξαν την απαιτούμενη ικανότητα να τον αντιμετωπίσουν. Οι διοικητές των δύο ταγμάτων ή από απειρία ή από απρονοησία και υποτίμηση του αντιπάλου τους, δεν έταξαν τις δυνάμεις τους ακροβολιστικά γύρω από τα σπίτια, αλλά σε πυκνή φάλαγγα και σε απόσταση βολής τυφεκίου. Οι Έλληνες όταν αντιλήφτηκαν το λάθος των εχθρών, άρχισαν πυκνά πυρά εναντίον τους. Οι Αιγύπτιοι πολέμησαν πολύ άσχημα, καθώς δεν κατόρθωσαν ούτε σύμπραξη να πετύχουν, κρατώντας λίγο και άρχισαν να κλονίζονται. Τέλος, αφού είχαν 80 νεκρούς και 120 τραυματίες, αποσύρθηκαν άτακτα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης τον οπλισμό των νεκρών. Μετά το μεσημέρι ενέσκηψε ραγδαία βροχή και οι Αιγύπτιοι άφησαν τον αγώνα και γύρισαν στο στρατόπεδο τους, καθώς η βροχή καθιστούσε άχρηστα τα όπλα τους. Ο Καρατάσος μάζεψε από το πεδίο της μάχης 52 τουφέκια λογχοφόρα και αποσύρθηκε και αυτός.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι στους Αιγυπτίους φθορά προξένησε μόνο ο Καρατάσος. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 160 νεκροί και τραυματίες και πέντε αιχμάλωτοι. Κατά την σύμπτυξη των Ελλήνων μέσα στην βροχή και τη νύχτα που ακολούθησε, επήλθε σύγχυση στα σώματα, καθώς αρκετοί στρατιώτες αποκόπηκαν από αυτά και προφασιζόμενοι την κακοκαιρία σκόρπισαν στα γύρω χωρία ως την Καλαμάτα και το Νησί, όπου, μακριά από κάθε έλεγχο , λιποτακτούσαν. Έτσι γύρω από τους αρχηγούς έμειναν πολύ λίγοι άνδρες και ο Καρατάσος και ο Γεώργιος Γιατράκος έκαναν αναφορά στο Εκτελεστικό ζητώντας να σταλούν περισσότερα αξιόμαχα στρατεύματα, γιατί, διαφορετικά, πρόβλεπαν άσχημη εξέλιξη. Έτσι, μετά τη νέα αυτή και κρισιμότερη επιτυχία απομάκρυνσης των ελληνικών στρατευμάτων, ο Ιμπραήμ μπορούσε ανενόχλητος να πολιορκήσει το Νιόκαστρο.